νόησις: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se mettre dans l'esprit, intellection, conception <i>ou</i> intelligence d'une chose;<br /><b>2</b> faculté de penser, intelligence, esprit.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se mettre dans l'esprit, intellection, conception <i>ou</i> intelligence d'une chose;<br /><b>2</b> faculté de penser, intelligence, esprit.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νόησις:''' ион. тж. [[νῶσις]], εως ἡ мышление, умозрение (νοήσει, ἀλλ᾽ οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν Plat.; οὐκ ἐπὶ τοῦ πράγματος, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῆς νοήσεως Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νόησις:''' ἡ, Ιων. [[νῶσις]], <i>-εως</i>, [[ευφυΐα]], [[διάνοια]], [[σκέψη]], [[αντίληψη]] μέσω του μυαλού, αντίθ. προς το [[αἴσθησις]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''νόησις:''' ἡ, Ιων. [[νῶσις]], <i>-εως</i>, [[ευφυΐα]], [[διάνοια]], [[σκέψη]], [[αντίληψη]] μέσω του μυαλού, αντίθ. προς το [[αἴσθησις]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''νόησις:''' ион. тж. [[νῶσις]], εως ἡ мышление, умозрение (νοήσει, ἀλλ᾽ οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν Plat.; οὐκ ἐπὶ τοῦ πράγματος, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῆς νοήσεως Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόησις Medium diacritics: νόησις Low diacritics: νόησις Capitals: ΝΟΗΣΙΣ
Transliteration A: nóēsis Transliteration B: noēsis Transliteration C: noisis Beta Code: no/hsis

English (LSJ)

Ion. νῶσις Timo 44.2: εως, ἡ:—A intelligence, understanding, noesis, opp. αἴσθησις, Diog.Apoll.3,al., Pl.Ti.28a, etc.; νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι Id.R.529b; superior to διάνοια, ib.511d; including ἐπιστήμη and διάνοια, ib.534a; ὁ νοῦς εἷς καὶ συνεχὴς ὥσπερ ἡ νόησις Arist.de An.407a7; ν. νοήσεως Id.Metaph.1074b34: pl., νοήσεις = processes of thought, Id.de An.407a24, Pr.917a39, Timol.c. II (concrete) idea, concept, ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις Epicur. Ep.3p.59U.

German (Pape)

[Seite 258] ἡ, das Wahrnehmen, bes. geistiges, Begreifen, Denken; νοήσει, ἀλλ' οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν, Plat. Rep. VII, 529 b; καὶ λογισμός, 524 b; 534 b umfaßt er damit ἐπιστήμη u. διάνοια; τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, Tim. 28 a; Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de se mettre dans l'esprit, intellection, conception ou intelligence d'une chose;
2 faculté de penser, intelligence, esprit.
Étymologie: νοέω.

Russian (Dvoretsky)

νόησις: ион. тж. νῶσις, εως ἡ мышление, умозрение (νοήσει, ἀλλ᾽ οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν Plat.; οὐκ ἐπὶ τοῦ πράγματος, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῆς νοήσεως Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νόησις: Ἰων. νῶσις (Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23), -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ νοῦ ἀντίληψις, σκέψις, ἀντίθετον τῷ αἴσθησις, Διογ. Ἀπολλων. Ἀποσπ. 4-6, Πλάτ. Τίμ. 28Α, κτλ. νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β· ἀνώτερον τοῦ διάνοια, αὐτόθι 511D· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Προβλ. 18. 7, 4.

Greek Monotonic

νόησις: ἡ, Ιων. νῶσις, -εως, ευφυΐα, διάνοια, σκέψη, αντίληψη μέσω του μυαλού, αντίθ. προς το αἴσθησις, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νόησις, Ionic νῶσις, εως,
intelligence, thought, Plat.

English (Woodhouse)

thought

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)