οἰνόφλυξ: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=φλυγος (ὁ, ἡ)<br />homme ivre, ivrogne.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[φλύω]].
|btext=φλυγος (ὁ, ἡ)<br />homme ivre, ivrogne.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[φλύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνόφλυξ:''' φλῠγος adj. преданный пьянству, пьянствующий Xen., Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνόφλυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[φλύω]]), παραδομένος στο ποτό, μεθυσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''οἰνόφλυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[φλύω]]), παραδομένος στο ποτό, μεθυσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνόφλυξ:''' φλῠγος adj. преданный пьянству, пьянствующий Xen., Plat., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰνό-φλυξ, ῠγος, [[φλύω]]<br />given to [[drinking]], [[drunken]], Xen., etc.
|mdlsjtxt=οἰνό-φλυξ, ῠγος, [[φλύω]]<br />given to [[drinking]], [[drunken]], Xen., etc.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόφλυξ Medium diacritics: οἰνόφλυξ Low diacritics: οινόφλυξ Capitals: ΟΙΝΟΦΛΥΞ
Transliteration A: oinóphlyx Transliteration B: oinophlyx Transliteration C: oinoflyks Beta Code: oi)no/fluc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, (φλύω) wine bibber, winebibber, wine-bibber, winesop, wino, drunkard, given to drinking, drunken, Hp.Prorrh. 2.2, X.Ap.19, Pl.Erx.405e, Arist.Po.1461a15.

French (Bailly abrégé)

φλυγος (ὁ, ἡ)
homme ivre, ivrogne.
Étymologie: οἶνος, φλύω.

Russian (Dvoretsky)

οἰνόφλυξ: φλῠγος adj. преданный пьянству, пьянствующий Xen., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόφλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, (φλύω) εἰς οἰνοποσίαν δεδομένος, μέθυσος, Ἱπποκρ. 83G, Ξεν. Ἀπολ. 19, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰνόφλυξ· αἰσχρός. μέθυσος» καὶ «ὁ κακεπίθυμος οἴνου. οἰνοφερής, πάροινος». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.

Greek Monolingual

ο, η (Α οἰνόφλυξ, -υχος)
ο μεθυσμένος ή αυτός που έχει συνήθεια να πίνει πάρα πολύ, ο μέθυσος, ο μπεκρής, ο πιωμένος κατά κόροοἶσθα ὑπ' ἐμοῦ γεγε
νημένον... ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -φλυξ (< φλύω «αναβράζω», ξεχειλίζω»)].

Greek Monotonic

οἰνόφλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (φλύω), παραδομένος στο ποτό, μεθυσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

οἰνό-φλυξ, ῠγος, φλύω
given to drinking, drunken, Xen., etc.