οἰοχίτων: Difference between revisions
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d'une simple tunique, légèrement vêtu.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[χιτών]]. | |btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d'une simple tunique, légèrement vêtu.<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[χιτών]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰοχίτων:''' ωνος adj. одетый только в хитон Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰοχίτων:''' [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο έναν χιτώνα, ντυμένος [[ελαφρά]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''οἰοχίτων:''' [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο έναν χιτώνα, ντυμένος [[ελαφρά]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,<br />with only a [[tunic]] on, [[lightly]] clad, Od. | |mdlsjtxt=οἰο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,<br />with only a [[tunic]] on, [[lightly]] clad, Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 3 October 2022
English (LSJ)
[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with only a tunic on, lightly clad, Od.14.489, Nonn.D.8.16 (expld. as = προβατοχίτων, in a sheep-skin tunic, Hsch.).
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d'une simple tunique, légèrement vêtu.
Étymologie: οἶος, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
οἰοχίτων: ωνος adj. одетый только в хитон Hom.
Greek (Liddell-Scott)
οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, μονοχίτων, οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἔμεναι Ὀδ. Ξ. 489· - ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ προβατοχίτων, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δέρματος ἢ μαλλοῦ προβάτου. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τομ. Α΄, σ. 116.
English (Autenrieth)
ωνος: with tunic only, Od. 14.489†.
Greek Monolingual
(I)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο-χίτων)].
(II)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + χιτών (πρβλ. οινο-χίτων)].
Greek Monotonic
οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο έναν χιτώνα, ντυμένος ελαφρά, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
οἰο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
with only a tunic on, lightly clad, Od.