περικρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=suspendre autour de <i>ou</i> à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κρεμάννυμι]].
|btext=suspendre autour de <i>ou</i> à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κρεμάννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''περικρεμάννῡμι:''' [[привешивать кругом]]: βοστρύχια κροτάφοις περικρεμάσαι Anth. украсить себя (фальшивыми) локонами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικρεμάννῡμι:''' [[κρεμώ]] [[ολόγυρα]], <i>τί τινι</i>, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι [[ολόγυρα]], κρέμωμαι από [[παντού]], προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.
|lsmtext='''περικρεμάννῡμι:''' [[κρεμώ]] [[ολόγυρα]], <i>τί τινι</i>, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι [[ολόγυρα]], κρέμωμαι από [[παντού]], προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περικρεμάννῡμι:''' [[привешивать кругом]]: βοστρύχια κροτάφοις περικρεμάσαι Anth. украсить себя (фальшивыми) локонами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[hang]] [[round]], τί τινι Anth.:—Pass. to [[hang]] [[round]], to cling to, c. dat., Anth.
|mdlsjtxt=<br />to [[hang]] [[round]], τί τινι Anth.:—Pass. to [[hang]] [[round]], to cling to, c. dat., Anth.
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρεμάννῡμι Medium diacritics: περικρεμάννυμι Low diacritics: περικρεμάννυμι Capitals: ΠΕΡΙΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: perikremánnymi Transliteration B: perikremannymi Transliteration C: perikremannymi Beta Code: perikrema/nnumi

English (LSJ)

hang round, τινί τι AP11.66 (Antiphil.), Nonn. D.26.254:—Pass., hang round, cling to, cj. in Plu.2.924b (v. περικεράννυμι ): c. dat., μητρί AP9.78 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 581] (s. κρεμάννυμι), herumhängen, Sp.; u. im med. περικρέμαμαι, herumhangen, λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται, Paul. Sil. 10 (V, 264); Nonn.

French (Bailly abrégé)

suspendre autour de ou à, τινι.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

περικρεμάννῡμι: привешивать кругом: βοστρύχια κροτάφοις περικρεμάσαι Anth. украсить себя (фальшивыми) локонами.

Greek (Liddell-Scott)

περικρεμάννῡμι: κρεμῶ πέριξ, τινί τι Ἀνθ. Π. 11. 66, Νόνν. Δ. 26. 254. - Παθ., κρεμῶμαι πέριξ, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ δοτ., ματρὶ Ἀνθ. Π. 9.78.

Greek Monolingual

ΜΑ
κρεμώ κάτι ολόγυρα
αρχ.
μέσ. περικρεμάννυμαι
κρεμιέμαι γύρω από κάτι, δηλαδή προσκολλώμαι σε κάτι.

Greek Monotonic

περικρεμάννῡμι: κρεμώ ολόγυρα, τί τινι, σε Ανθ. — Παθ., κρεμιέμαι ολόγυρα, κρέμωμαι από παντού, προσκολλώμαι, με δοτ., στον ίδ.

Middle Liddell


to hang round, τί τινι Anth.:—Pass. to hang round, to cling to, c. dat., Anth.