προσαναπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0749.png Seite 749]] (s. [[πίπτω]]), dabei zurückfallen, sich dabei lagern, bes. mit Andern am Tische, Pol. 31, 4, 6, dem [[προσκαθίζω]] entsprechend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0749.png Seite 749]] (s. [[πίπτω]]), dabei zurückfallen, sich dabei lagern, bes. mit Andern am Tische, Pol. 31, 4, 6, dem [[προσκαθίζω]] entsprechend.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαναπίπτω:''' [[опускаться рядом]] (на застольное ложе) Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σε [[συμπόσιο]]) ανακλίνομαι, [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] [[κοντά]] σε άλλους ή [[μαζί]] με άλλους, [[παρακάθημαι]] σε [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> (για βραχίονα καταπέλτη) [[χτυπώ]] [[πάλι]] [[κατά]] την [[οπισθοδρόμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπίπτω]] «ανακλίνομαι, [[ξαπλώνω]] για το [[δείπνο]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σε [[συμπόσιο]]) ανακλίνομαι, [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] [[κοντά]] σε άλλους ή [[μαζί]] με άλλους, [[παρακάθημαι]] σε [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> (για βραχίονα καταπέλτη) [[χτυπώ]] [[πάλι]] [[κατά]] την [[οπισθοδρόμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπίπτω]] «ανακλίνομαι, [[ξαπλώνω]] για το [[δείπνο]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''προσαναπίπτω:''' [[опускаться рядом]] (на застольное ложе) Polyb.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναπίπτω Medium diacritics: προσαναπίπτω Low diacritics: προσαναπίπτω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: prosanapíptō Transliteration B: prosanapiptō Transliteration C: prosanapipto Beta Code: prosanapi/ptw

English (LSJ)

recline by or with others at meals, Plb.30.26.6 (ap.D.S.31.16).

German (Pape)

[Seite 749] (s. πίπτω), dabei zurückfallen, sich dabei lagern, bes. mit Andern am Tische, Pol. 31, 4, 6, dem προσκαθίζω entsprechend.

Russian (Dvoretsky)

προσαναπίπτω: опускаться рядом (на застольное ложе) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναπίπτω: ἀνακλίνομαι πλησίον ἄλλων ἢ μετ’ ἄλλων (ἐν συμποσίῳ) Πολύβ. 31. 4, 6.

Greek Monolingual

Α
1. (σε συμπόσιο) ανακλίνομαι, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο κοντά σε άλλους ή μαζί με άλλους, παρακάθημαι σε τραπέζι
2. (για βραχίονα καταπέλτη) χτυπώ πάλι κατά την οπισθοδρόμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναπίπτω «ανακλίνομαι, ξαπλώνω για το δείπνο»].