σιδηροδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux doigts de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[δάκτυλος]].
|btext=ος, ον :<br />aux doigts de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[δάκτυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροδάκτῠλος:''' с железными пальцами, т. е. зубьями ([[κρεάγρα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.
|lsmtext='''σῐδηροδάκτῠλος:''' -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροδάκτῠλος:''' с железными пальцами, т. е. зубьями ([[κρεάγρα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,<br />[[iron]]-fingered, Anth.
|mdlsjtxt=σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,<br />[[iron]]-fingered, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροδάκτῠλος Medium diacritics: σιδηροδάκτυλος Low diacritics: σιδηροδάκτυλος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: sidērodáktylos Transliteration B: sidērodaktylos Transliteration C: sidirodaktylos Beta Code: sidhroda/ktulos

English (LSJ)

ον, iron-fingered, κρεάγρη AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 879] eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts de fer.
Étymologie: σίδηρος, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροδάκτῠλος: с железными пальцами, т. е. зубьями (κρεάγρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων δακτύλους ἐκ σιδήρου, κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδοδάκτυλος.

Greek Monotonic

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,
iron-fingered, Anth.