σιδηροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit du fer;<br /><b>2</b> fait de fer;<br /><b>3</b> qui porte <i>ou</i> tient du fer, <i>càd</i> des armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[φορέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit du fer;<br /><b>2</b> fait de fer;<br /><b>3</b> qui porte <i>ou</i> tient du fer, <i>càd</i> des armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[φορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροφόρος:''' [[несущий оружие]], [[вооруженный]] ([[χείρ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, κρατάει εργαλεία ή όπλα, εξοπλισμένος, αρματωμένος, [[πάνοπλος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σῐδηροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει, κρατάει εργαλεία ή όπλα, εξοπλισμένος, αρματωμένος, [[πάνοπλος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροφόρος:''' [[несущий оружие]], [[вооруженный]] ([[χείρ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]] [[arms]] or tools, Anth.
|mdlsjtxt=σῐδηρο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[bearing]] [[arms]] or tools, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροφόρος Medium diacritics: σιδηροφόρος Low diacritics: σιδηροφόρος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sidērophóros Transliteration B: sidērophoros Transliteration C: sidiroforos Beta Code: sidhrofo/ros

English (LSJ)

ον, A producing iron, γαῖα σ., of the Chalybes, A.R.2.141, cf. 1005. II bearing arms or tools, Nonn.D. 46.2, AP8.203.

German (Pape)

[Seite 880] 1) Eisen tragend, hervorbringend, γαίη, Ap. Rh. 2, 141. 1005. – 2) eiserne Waffen tragend, mit Eisen bewaffnet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui produit du fer;
2 fait de fer;
3 qui porte ou tient du fer, càd des armes, armé.
Étymologie: σίδηρος, φορέω.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροφόρος: несущий оружие, вооруженный (χείρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροφόρος: -ον, ὁ παράγων σίδηρον, γαῖα σιδ., ἐπὶ τῶν Χαλύβων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 141, πρβλ. 1005. ΙΙ. ὁ ἐκ σιδήρου κατεσκευασμένος, γόμφοι Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 18. 5, κτλ. ΙΙΙ. ὁ φέρων ὅπλα ἢ ἐργαλεῖα, ὁ αὐτ. ἐν Δ. 46. 2, Ἀνθ. Π. 8. 203.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιδηροφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που φέρει όπλα, οπλοφόρος
νεοελλ.
αυτός που περιέχει σίδηρο
μσν.-αρχ.
κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδερένιος
2. αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φόρος].

Greek Monotonic

σῐδηροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, κρατάει εργαλεία ή όπλα, εξοπλισμένος, αρματωμένος, πάνοπλος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῐδηρο-φόρος, ον, φέρω
bearing arms or tools, Anth.