σκληρία: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />dureté.<br />'''Étymologie:''' [[σκληρός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />dureté.<br />'''Étymologie:''' [[σκληρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκληρία:''' ἡ досл. жесткость, твердость, перен. суровость (ἡ [[τυφώνιος]] σ. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[σκληρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του σκληρού, η [[σκληρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[σκλήρυνση]] ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, [[σκλήρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για το [[σώμα]]) [[σκληράδα]], [[ανθεκτικότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αναλγησία]], [[απονιά]]<br />β) [[ισχυρογνωμοσύνη]]. | |mltxt=η, ΝΑ [[σκληρός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του σκληρού, η [[σκληρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[σκλήρυνση]] ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, [[σκλήρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για το [[σώμα]]) [[σκληράδα]], [[ανθεκτικότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[αναλγησία]], [[απονιά]]<br />β) [[ισχυρογνωμοσύνη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:43, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ,= σκληρότης, A hardness, Plu.2.376c codd.; opp. μαλακία σώματος, Phld.Mus.p.30K. 2 an induration, Dsc. 2.72, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Aret.SD1.13, etc.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, = dem gew. σκληρότης, Härte; Plut. Is. et Os. 62; LXX.; Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dureté.
Étymologie: σκληρός.
Russian (Dvoretsky)
σκληρία: ἡ досл. жесткость, твердость, перен. суровость (ἡ τυφώνιος σ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σκληρία: ἡ, = σκληρότης, Πλούτ. 2. 376Β, Κλήμ. Ἀλ. 488. 2) σκλήρωμα, σκίρωμα, Διοσκ. 2. 81, Ἀρεταῖ, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., = σκληροκαρδία, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 24Β.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σκληρός
1. η ιδιότητα του σκληρού, η σκληρότητα
2. ιατρ. κάθε σκλήρυνση ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, σκλήρωμα
αρχ.
1. (ιδίως για το σώμα) σκληράδα, ανθεκτικότητα, δύναμη
2. μτφ. α) αναλγησία, απονιά
β) ισχυρογνωμοσύνη.