σμηνοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui recueille un essaim d'abeilles.<br />'''Étymologie:''' [[σμῆνος]], [[δέκομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui recueille un essaim d'abeilles.<br />'''Étymologie:''' [[σμῆνος]], [[δέκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''σμηνοδόκος:''' [[обирающий пчелиный рой]] ([[γειομόρος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμηνοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[σμήνος]] [[μελισσών]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σμηνοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[σμήνος]] [[μελισσών]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σμηνοδόκος:''' [[обирающий пчелиный рой]] ([[γειομόρος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σμηνο-[[δόκος]], ον, [[δέχομαι]]<br />holding a [[swarm]] of bees, Anth.
|mdlsjtxt=σμηνο-[[δόκος]], ον, [[δέχομαι]]<br />holding a [[swarm]] of bees, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμηνοδόκος Medium diacritics: σμηνοδόκος Low diacritics: σμηνοδόκος Capitals: ΣΜΗΝΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: smēnodókos Transliteration B: smēnodokos Transliteration C: sminodokos Beta Code: smhnodo/kos

English (LSJ)

ον, keeping bees, AP9.438 (Phil., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 910] einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recueille un essaim d'abeilles.
Étymologie: σμῆνος, δέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

σμηνοδόκος: обирающий пчелиный рой (γειομόρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σμηνοδόκος: -ον, ὁ περιέχων σμῆνος μελισσῶν, Ἀνθολ. Π. 9. 438.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.

Greek Monotonic

σμηνοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών, σε Ανθ.

Middle Liddell

σμηνο-δόκος, ον, δέχομαι
holding a swarm of bees, Anth.