συνεπισκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />examiner avec : [[τί]] τινι qch avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκοπέω]].
|btext=-ῶ :<br />examiner avec : [[τί]] τινι qch avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκοπέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπισκοπέω:''' Xen., Plut. = [[συνεπισκέπτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπισκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, [[εξετάζω]], [[επιθεωρώ]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τίτινι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεπισκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, [[εξετάζω]], [[επιθεωρώ]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τίτινι</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπισκοπέω:''' Xen., Plut. = [[συνεπισκέπτομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -σκέψομαι<br />to [[examine]] [[together]] with, τί τινι Xen.
|mdlsjtxt=fut. -σκέψομαι<br />to [[examine]] [[together]] with, τί τινι Xen.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπισκοπέω Medium diacritics: συνεπισκοπέω Low diacritics: συνεπισκοπέω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: synepiskopéō Transliteration B: synepiskopeō Transliteration C: synepiskopeo Beta Code: sunepiskope/w

English (LSJ)

fut. -σκέψομαι Pl.Cra.422c: aor. -εσκεψάμην (v. infr.): non-Att. pres. συνεπι-σκέπτομαι, Gal.6.827, 10.215, Ptol.Phas. Prooem.8, Alex.Aphr. in Sens.5.16: pres. Med. and Pass.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
examiner avec : τί τινι qch avec qqn.
Étymologie: σύν, ἐπισκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπισκοπέω: Xen., Plut. = συνεπισκέπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι, ἐπισκοπῶ, ἐξετάζω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Β· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κρατύλ. 422C· (ἀλλά, σ. τινί τι, παραβάλλειν τι πρός τι, Γαλην.) τι ἔκ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 6, 1· τι Στράβ. 349, κτλ.· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ᾗ... Πλάτ. Ἀπολ. 27Α. ― Ὁ μὴ Ἀττικ. ἐνεστ. συνεπισκέπτομαι παρὰ Γαληνῷ τ. 2, σ. 201, Παλ. Διαθ. καὶ μεταγενεστέροις.

Greek Monotonic

συνεπισκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, εξετάζω, επιθεωρώ κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -σκέψομαι
to examine together with, τί τινι Xen.