συγχορηγός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />chorège avec un autre ; <i>p. ext.</i> qui participe à certains frais.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χορηγός]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />chorège avec un autre ; <i>p. ext.</i> qui participe à certains frais.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χορηγός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγχορηγός:''' ὁ досл. участник в расходах (по хорегии), перен. соучастник, пособник Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγχορηγός:''' -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον [[άλλο]] [[μέρος]] των εξόδων, σε Δημ. | |lsmtext='''συγχορηγός:''' -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον [[άλλο]] [[μέρος]] των εξόδων, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συγ-[[χορηγός]], όν<br />a [[fellow]]-[[choragus]]: [[generally]], [[sharing]] with a [[partner]] in the [[expense]], Dem. | |mdlsjtxt=συγ-[[χορηγός]], όν<br />a [[fellow]]-[[choragus]]: [[generally]], [[sharing]] with a [[partner]] in the [[expense]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, sharing with a partner in the expense, D.29.28.
German (Pape)
[Seite 971] zugleich, mit Andern die Kosten zur Ausrüstung eines Chors hergebend, mit, zugleich verwendend, übh. Helfershelfer, Dem. 29, 28.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chorège avec un autre ; p. ext. qui participe à certains frais.
Étymologie: σύν, χορηγός.
Russian (Dvoretsky)
συγχορηγός: ὁ досл. участник в расходах (по хорегии), перен. соучастник, пособник Dem.
Greek (Liddell-Scott)
συγχορηγός: -όν, ὁ συγχορηγῶν, συμβοηθῶν χρηματικῶς, Δημ. 853. 1.
Greek Monolingual
-όν, Α χορηγός
αυτός που έχει αναλάβει δημόσια χορηγία μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συγχορηγός: -όν, αυτός που χορηγεί από κοινού· γενικά, αυτός που αναλαμβάνει από κοινού με κάποιον άλλο μέρος των εξόδων, σε Δημ.
Middle Liddell
συγ-χορηγός, όν
a fellow-choragus: generally, sharing with a partner in the expense, Dem.