τετράπορος: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à quatre ouvertures <i>ou</i> passages.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πόρος]]. | |btext=ος, ον :<br />à quatre ouvertures <i>ou</i> passages.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πόρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετράπορος:''' (ᾰ) имеющий четыре прохода (ἁψῖδες Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετράπορος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[τέσσερις]] [[διόδους]] ή ανοίγματα, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έρχεται από [[τέσσερις]] μεριές, στο ίδ. | |lsmtext='''τετράπορος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[τέσσερις]] [[διόδους]] ή ανοίγματα, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έρχεται από [[τέσσερις]] μεριές, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τετρά-˘πορος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[four]] passages or openings, Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[coming]] [[four]] ways, Anth. | |mdlsjtxt=τετρά-˘πορος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[four]] passages or openings, Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[coming]] [[four]] ways, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A with four passages or openings, ἁψῖδες AP9. 696. II coming four ways, ἄνεμοι ib.656.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre ouvertures ou passages.
Étymologie: τέσσαρες, πόρος.
Russian (Dvoretsky)
τετράπορος: (ᾰ) имеющий четыре прохода (ἁψῖδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράπορος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι αὐτόθι 656.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις εισόδους ή τέσσερα ανοίγματα
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που πνέει από τέσσερεις διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ἑπτά-πορος].
Greek Monotonic
τετράπορος: [ᾰ], -ον,
I. αυτός που έχει τέσσερις διόδους ή ανοίγματα, σε Ανθ.
II. αυτός που έρχεται από τέσσερις μεριές, στο ίδ.
Middle Liddell
τετρά-˘πορος, ον,
I. with four passages or openings, Anth.
II. coming four ways, Anth.