τευχηστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[τευχηστής]].<br />'''Étymologie:''' [[τεῦχος]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[τευχηστής]].<br />'''Étymologie:''' [[τεῦχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τευχηστήρ:''' ῆρος adj. m вооруженный ([[ἄνδρες]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τευχηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[τεῦχος]]), [[οπλίτης]], [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Αισχύλ.· επίσης [[τευχηστής]], <i>-οῦ</i>, <i>ὁ</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''τευχηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[τεῦχος]]), [[οπλίτης]], [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Αισχύλ.· επίσης [[τευχηστής]], <i>-οῦ</i>, <i>ὁ</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τευχηστήρ:''' ῆρος adj. m вооруженный ([[ἄνδρες]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τευχηστήρ]], ῆρος, ὁ, [[τεῦχος]]<br />an [[armed]] man, [[warrior]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[τευχηστήρ]], ῆρος, ὁ, [[τεῦχος]]<br />an [[armed]] man, [[warrior]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευχηστήρ Medium diacritics: τευχηστήρ Low diacritics: τευχηστήρ Capitals: ΤΕΥΧΗΣΤΗΡ
Transliteration A: teuchēstḗr Transliteration B: teuchēstēr Transliteration C: tefchistir Beta Code: teuxhsth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (τεῦχος) armed man, warrior, ἄνδρες τ. A.Pers.902 (lyr.); also τευχ-ηστής, οῦ, ὁ, ἀνήρ Id.Th.644, cf. Call.Jov.77, A.R.3.415, Tryph.534.

German (Pape)

[Seite 1101] ῆρος, ὁ, = Folgdm; ἄνδρες, Aesch. Pers. 869; Callim. Iov. 77.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. τευχηστής.
Étymologie: τεῦχος.

Russian (Dvoretsky)

τευχηστήρ: ῆρος adj. m вооруженный (ἄνδρες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τευχηστήρ: ῆρος, ὁ, (τεῦχος), ὁπλίτης, πολεμιστής, μαχητής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 901· καὶ τευχηστής, οῦ, ὁ, ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 644· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 449.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
οπλίτης, πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τευχηστής με επίθημα -τήρ (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)].

Greek Monotonic

τευχηστήρ: -ῆρος, ὁ (τεῦχος), οπλίτης, πολεμιστής, μαχητής, σε Αισχύλ.· επίσης τευχηστής, -οῦ, , στον ίδ.

Middle Liddell

τευχηστήρ, ῆρος, ὁ, τεῦχος
an armed man, warrior, Aesch.