τυρώδης: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />de la nature du fromage.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />de la nature du fromage.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῡρώδης:''' [[сырный]]: τυρώδη σιτία Plut. сыры. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τυρώδης -ες [τυρός] kaas-achtig. | |elnltext=τυρώδης -ες [τυρός] kaas-achtig. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, like cheese, σιτία Hp.Aff.47, cf. Mnesith.Cyz. ap. Orib.inc.15.13, Plu.2.131e,|Sor.1.87,|Gal.6.47 (Sup.), 684; containing cheese (cf. τυρόεις and Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c), ἄρτος SIG 1025.49 (Cos, iv/iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1165] ες, käsig, käseartig, Plut. de sanit. tuend. p. 395.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de la nature du fromage.
Étymologie: τυρός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
τῡρώδης: сырный: τυρώδη σιτία Plut. сыры.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τυρόν, τὰ στερεὰ καὶ πολύτροφα τῶν σιτίων, οἷον τὰ τυρώδη καὶ κρεώδη Πλούτ. 2. 131Ε· (οὐσίας) παχείας τε καὶ τυρώδους Γαλην. τ. 6 σ. 766, 2.
Greek Monolingual
-ες / τυρώδης, -ῶδες, ΝΑ τυρός
τυροειδής
νεοελλ.
φρ. «τυρώδης νέκρωση»
ιατρ. μορφή νέκρωσης που εμφανίζεται σε φυματίωση, αλλ. τυροειδής εκφύλιση ή τυροειδής αλλοίωση ή τυροειδοποίηση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυρώδης -ες [τυρός] kaas-achtig.