φιλότεχνος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime <i>ou</i> cultive les arts, industrieux ; τὸ φιλότεχνον le goût <i>ou</i> l'habileté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[τέχνη]]. | |btext=ος, ον :<br />qui aime <i>ou</i> cultive les arts, industrieux ; τὸ φιλότεχνον le goût <i>ou</i> l'habileté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[τέχνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλότεχνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[опытный в своем искусстве]], [[искусный]], [[умелый]] (φ. καὶ [[πρακτικός]] Plat.; κομψὸς καὶ φ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[искусно сделанный]] ([[διάφραγμα]] Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που αγαπά την [[τέχνη]], [[καλλιτέχνης]], σε Πλάτ.·<i>τὸ φιλότεχνον</i>, [[δεξιότητα]] στην [[τέχνη]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''φῐλότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που αγαπά την [[τέχνη]], [[καλλιτέχνης]], σε Πλάτ.·<i>τὸ φιλότεχνον</i>, [[δεξιότητα]] στην [[τέχνη]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A fond of art or fond of an art, artistic, Pl.R.476a, Plu.2.41f, Ath.15.700c, etc.: τὸ φιλότεχνον = φιλοτεχνία, ingenuity, Plu.Demetr. 20, etc. Adv. φιλοτέχνως = with art, artistically, ingeniously D.S.2.8, D.H. Comp.18, J.AJ12.2.10, Plu.2.104b, Antyll. ap. Orib.6.10.23. 2 of things, artificial, curious, D.S.1.33, 17.44: Sup., Papp.648.19.
German (Pape)
[Seite 1287] kunstliebend, Plat. Rep. V, 476 a; kunstreich, künstlich. – Adv. φιλοτέχνως, Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime ou cultive les arts, industrieux ; τὸ φιλότεχνον le goût ou l'habileté.
Étymologie: φίλος, τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
φιλότεχνος:
1) опытный в своем искусстве, искусный, умелый (φ. καὶ πρακτικός Plat.; κομψὸς καὶ φ. Plut.);
2) искусно сделанный (διάφραγμα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλότεχνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τέχνην ἔντεχνος, Πλάτ. Πολ. 476Α, Ἀθήν. 700C, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλότεχνον = φιλοτεχνία, δεξιότης περὶ τὴν τέχνην, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 29, κλπ. ― Ἐπίρρ. -ως, Κτησ. παρὰ Διοδ. 2. 8, κλπ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τεχνικός, ἐντέχνως κατεσκευασμένος, περίεργος, Διόδ. 1. 33., 17. 44.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλότεχνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.)
2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και δεξιοτεχνία
αρχ.
(για πράγμα) τεχνητός («ἐμηχανήσατό τι φιλότεχνον διάφραγμα», Διόδ.).
επίρρ...
φιλοτέχνως ΝΜΑ, και φιλότεχνα Ν
με φιλοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό-τεχνος].
Greek Monotonic
φῐλότεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που αγαπά την τέχνη, καλλιτέχνης, σε Πλάτ.·τὸ φιλότεχνον, δεξιότητα στην τέχνη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
φῐλό-τεχνος, ον, τέχνη
fond of art, artistic, Plat.: τὸ φιλότεχνον ingenuity, Plut.