χαροπότης: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />couleur d'un bleu clair.<br />'''Étymologie:''' [[χαροπός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />couleur d'un bleu clair.<br />'''Étymologie:''' [[χαροπός]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰροπότης:''' ητος ἡ [[голубизна]] ([[αἰθέριος]], ὀμμάτων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰροπότης:''' -ητος, ἡ, [[φωτεινότητα]] των ματιών, φωτεινό [[μπλε]] [[χρώμα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''χᾰροπότης:''' -ητος, ἡ, [[φωτεινότητα]] των ματιών, φωτεινό [[μπλε]] [[χρώμα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰροπότης:''' ητος ἡ [[голубизна]] ([[αἰθέριος]], ὀμμάτων Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]<br />[[brightness]] of eye: a [[light]]-[[blue]] [[colour]], Plut.
|mdlsjtxt=χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]<br />[[brightness]] of eye: a [[light]]-[[blue]] [[colour]], Plut.
}}
}}

Revision as of 16:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροπότης Medium diacritics: χαροπότης Low diacritics: χαροπότης Capitals: ΧΑΡΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: charopótēs Transliteration B: charopotēs Transliteration C: charopotis Beta Code: xaropo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A brightness of eye, Stoic.3.33, Archyt. ap. Simp. in Cat.93.2, EM807.30. 2 light-blue colour, of the eyes of the Germans, Plu.Mar.11; also αἰθέριος χ., of sky-blue, Id.2.352d. 3 brightness, Simp. in Cat.298.15.

German (Pape)

[Seite 1340] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
couleur d'un bleu clair.
Étymologie: χαροπός.

Russian (Dvoretsky)

χᾰροπότης: ητος ἡ голубизна (αἰθέριος, ὀμμάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης ὀφθαλμῶν· χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ λέξις εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· καθόλου, λαμπρότης, Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. χαρωπότητα.

Greek Monotonic

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, φωτεινότητα των ματιών, φωτεινό μπλε χρώμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]
brightness of eye: a light-blue colour, Plut.