χαρμόφρων: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui réjouit le cœur ; au cœur joyeux.<br />'''Étymologie:''' [[χαίρω]], [[φρήν]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui réjouit le cœur ; au cœur joyeux.<br />'''Étymologie:''' [[χαίρω]], [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαρμόφρων:''' 2, gen. ονος радостный, ликующий (эпитет Гермеса) HH.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαρμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει χαρούμενη [[καρδιά]] ή [[καρδιά]] περιχαρή, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''χαρμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει χαρούμενη [[καρδιά]] ή [[καρδιά]] περιχαρή, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''χαρμόφρων:''' 2, gen. ονος радостный, ликующий (эпитет Гермеса) HH.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαρμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br />[[heart]]-delighting, or of [[joyous]] [[heart]], Hhymn.
|mdlsjtxt=χαρμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br />[[heart]]-delighting, or of [[joyous]] [[heart]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρμόφρων Medium diacritics: χαρμόφρων Low diacritics: χαρμόφρων Capitals: ΧΑΡΜΟΦΡΩΝ
Transliteration A: charmóphrōn Transliteration B: charmophrōn Transliteration C: charmofron Beta Code: xarmo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) heart-delighting, or of joyous heart, epithet of Hermes, h.Merc.127.

German (Pape)

[Seite 1339] ονος, herzerfreuend oder freudiges Herzens, Beiwort des Hermes, H. h. Merc. 127.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui réjouit le cœur ; au cœur joyeux.
Étymologie: χαίρω, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

χαρμόφρων: 2, gen. ονος радостный, ликующий (эпитет Гермеса) HH.

Greek (Liddell-Scott)

χαρμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ παρέχων χαρὰν εἰς τὰς φρένας ἢ ἔχων φρένας πλήρεις χαρᾶς, φαιδρός, ἐπίθετ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 127.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ, Α
1. χαρούμενος, εύθυμος
2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάων
μεγάλως ὠφελῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό-φρων, τυραννό-φρων].

Greek Monotonic

χαρμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει χαρούμενη καρδιά ή καρδιά περιχαρή, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

χαρμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
heart-delighting, or of joyous heart, Hhymn.