χρυσήρης: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />incrusté d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], ἄρω.
|btext=ης, ες:<br />incrusté d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], ἄρω.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσήρης:''' [[скрепленный или отделанный золотом]] ([[οἶκοι]], [[πόλος]], ναῶν θριγκοί Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσήρης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i> ([[ἀραρίσκω]]), κατασκευασμένος ή κοσμημένος με χρυσό, [[χρυσός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''χρῡσήρης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i> ([[ἀραρίσκω]]), κατασκευασμένος ή κοσμημένος με χρυσό, [[χρυσός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσήρης:''' [[скрепленный или отделанный золотом]] ([[οἶκοι]], [[πόλος]], ναῶν θριγκοί Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσ-[[ήρης]], ες [[ἀραρίσκω]]<br />furnished or [[decked]] with [[gold]], [[golden]], Eur.
|mdlsjtxt=χρῡσ-[[ήρης]], ες [[ἀραρίσκω]]<br />furnished or [[decked]] with [[gold]], [[golden]], Eur.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσήρης Medium diacritics: χρυσήρης Low diacritics: χρυσήρης Capitals: ΧΡΥΣΗΡΗΣ
Transliteration A: chrysḗrēs Transliteration B: chrysērēs Transliteration C: chrysiris Beta Code: xrush/rhs

English (LSJ)

ες, furnished or decked with gold, golden, οἶκοι E.Ion157 (lyr.); Ἄρκτος στρέφουσ' οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ ib.1154; ναῶν θριγκοί Id.IT129(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1380] ες, mit Gold befestigt, goldgefügt, aus Gold gearbeitet, Eur. πόλος, οἶκος, Ion 159. 1159, ναῶν θριγκοί I. T. 129.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
incrusté d'or.
Étymologie: χρυσός, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσήρης: скрепленный или отделанный золотом (οἶκοι, πόλος, ναῶν θριγκοί Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσήρης: -ες, γεν. εος, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, χρυσοῦς, οἶκος, πόλος Εὐρ. Ἴων 157, 1154· ναῶν θριγκοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 129.

Greek Monolingual

-ήρες, Α
χρυσοστόλιστος («εἰς χρυσήρεις οἴκους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ήρης (Ι), ξιφήρης.

Greek Monotonic

χρῡσήρης: -ες, γεν. -εος (ἀραρίσκω), κατασκευασμένος ή κοσμημένος με χρυσό, χρυσός, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσ-ήρης, ες ἀραρίσκω
furnished or decked with gold, golden, Eur.