ἀγχώμαλος: Difference between revisions
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />presque égal : ἐγένοντο [[ἐν]] [[τῇ]] χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; [[ἀγχώμαλος]] [[μάχη]] THC combat incertain;<br /><i>adv.</i> • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l'indécision (momentanée) du combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγχι]], [[ὁμαλός]]. | |btext=ος, ον :<br />presque égal : ἐγένοντο [[ἐν]] [[τῇ]] χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; [[ἀγχώμαλος]] [[μάχη]] THC combat incertain;<br /><i>adv.</i> • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l'indécision (momentanée) du combat.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγχι]], [[ὁμαλός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγχώμαλος:''' приблизительно равный, т. е. без перевеса на чьей-л. стороне, с неопределенным исходом ([[μάχη]] Thuc., Plut.): ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι Thuc. голоса их разделились почти поровну. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγχώμᾰλος:''' -ον ([[ἄγχι]], [[ὁμαλός]]), [[σχεδόν]] [[ίσος]]· <i>ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ</i>, σε Θουκ.· [[ἀγχώμαλος]] [[μάχη]], αμφίρροπη [[μάχη]], στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν</i>, Λατ. [[aequo]] Marte pugnare, στον ίδ.· επίρρ. [[ἀγχωμάλως]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀγχώμᾰλος:''' -ον ([[ἄγχι]], [[ὁμαλός]]), [[σχεδόν]] [[ίσος]]· <i>ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ</i>, σε Θουκ.· [[ἀγχώμαλος]] [[μάχη]], αμφίρροπη [[μάχη]], στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν</i>, Λατ. [[aequo]] Marte pugnare, στον ίδ.· επίρρ. [[ἀγχωμάλως]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ὁμαλός) nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th. 3.49; ἀ. μάχη a doubtful battle, Id.4.134; τὴν νίκην ἐν ἀγχωμάλψ καταλιπόντες J.BJ6.2.6; τὸ πλῆθος οὐκ ἀ. Plu.Caes.42, cf. D.H.5.14:—neuter plural as adverb, ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Th.7.71; ἀ. σφισι ἐγένετο Luc.Herm.12. Adv. -άλως Id.VH 2.37, App.Praef.11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1casi igual, equilibrado ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th.3.49, πλήθει τε ἀγχώμαλοι μάλιστα αἱ δυνάμεις D.H.5.14, πλῆθος οὐκ ἀγχώμαλον Plu.Caes.42, τὰ ... φασιν ... ἀγχώμαλα σφίσι γενέσθαι Luc.Herm.12.
2 indeciso, dudoso μάχη Th.4.134, Arr.Fr.Hist.inc.5, νίκην ἐν ἀγχωμάλῳ καταλιπόντες I.BI 6.148, ἀγχωμάλου τῆς ναυμαχίας οὔσης D.C.50.33.1.
3 ret. de argumentos inseguro, débil D.H.Rh.10.4.
II neutro plu. como adv. de victoria dudosa, de manera equilibrada ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν Th.7.71, ἀγωνίζεσθαι D.C.36.10.3.
III adv. -ως equilibradamente, con resultado incierto ἀ. ἐπὶ πολὺ ναυμαχοῦντες Luc.VH 2.37, cf. App.Praef.11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
presque égal : ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; ἀγχώμαλος μάχη THC combat incertain;
adv. • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l'indécision (momentanée) du combat.
Étymologie: ἄγχι, ὁμαλός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχώμαλος: приблизительно равный, т. е. без перевеса на чьей-л. стороне, с неопределенным исходом (μάχη Thuc., Plut.): ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι Thuc. голоса их разделились почти поровну.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχώμᾰλος: -ον, (ὁμαλὸς) ὁ σχεδὸν ἴσος, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, Θουκ. 3. 49, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 14· ἀγχ. μάχη, ἀμφιβόλου ἀποτελέσματος, ἰσόρροπος μάχη, Θουκ. 4. 134· νίκη, Πλουτ. Ὄθων 13· οὐκ ἀγχ. τὸ πλῆθος, ὁ αὐτ. Καῖσ. 42· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, λατ. aequo Marte pugnare, Θουκ. 7. 71· ἀγχώμαλά σφισιν ἐγένετο, Λουκ. Ἑρμ. 12. Ἐπίρρ. -άλως, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 37.
Greek Monotonic
ἀγχώμᾰλος: -ον (ἄγχι, ὁμαλός), σχεδόν ίσος· ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, σε Θουκ.· ἀγχώμαλος μάχη, αμφίρροπη μάχη, στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Λατ. aequo Marte pugnare, στον ίδ.· επίρρ. ἀγχωμάλως, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἄγχι ὁμαλός
nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Thuc.; ἀγχ. μάχη a doubtful battle, Thuc.: — as adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Thuc. adv. -λως, Luc.