ἀνθυποπτεύω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=soupçonner à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑποπτεύω]].
|btext=soupçonner à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑποπτεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυποπτεύω:''' [[встречать подозрением]], [[подозревать]]: ὁ διδοός τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεταί πῃ [[πλέον]] [[ἕξειν]] Thuc. тот, кто делает какое-л. добро, подозревается (афинянами) в корыстном намерении.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυποπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[υποπτεύομαι]] αμοιβαία — Παθ., <i>ἀνθυποπτεύεται</i>, υπόκειται στην [[υποψία]] ότι..., σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνθυποπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[υποπτεύομαι]] αμοιβαία — Παθ., <i>ἀνθυποπτεύεται</i>, υπόκειται στην [[υποψία]] ότι..., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυποπτεύω:''' [[встречать подозрением]], [[подозревать]]: ὁ διδοός τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεταί πῃ [[πλέον]] [[ἕξειν]] Thuc. тот, кто делает какое-л. добро, подозревается (афинянами) в корыстном намерении.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[suspect]] [[mutually]]:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the [[suspicion]] that . ., Thuc.
|mdlsjtxt=<br />to [[suspect]] [[mutually]]:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the [[suspicion]] that . ., Thuc.
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυποπτεύω Medium diacritics: ἀνθυποπτεύω Low diacritics: ανθυποπτεύω Capitals: ΑΝΘΥΠΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: anthypopteúō Transliteration B: anthypopteuō Transliteration C: anthypopteyo Beta Code: a)nqupopteu/w

English (LSJ)

suspect mutually, ἀλλήλους D.C.45.8: abs., Aen. Tact.24.11 (cj.):—Pass., ἀνθυποπτεύεται . . πλέον ἕξειν he is met by the suspicion that... Th.3.43.

Spanish (DGE)

sospechar a su vez en v. pas. ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν quien ofrece (a la polis) públicamente algo ventajoso, se hace a cambio sospechoso de que recibirá más ocultamente Th.3.43
ἀ. ἀλλήλοις sospechar mutuamente D.C.45.8.2.

German (Pape)

[Seite 236] dagegen Verdacht hegen, pass., dagegen in Verdacht stehen, Thuc. 3, 43 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

soupçonner à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑποπτεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυποπτεύω: встречать подозрением, подозревать: ὁ διδοός τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεταί πῃ πλέον ἕξειν Thuc. тот, кто делает какое-л. добро, подозревается (афинянами) в корыстном намерении.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυποπτεύω: ὑποπτεύω πλεονεκτικὸν σκοπόν. - Παθ., ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν, δηλ. ὑπόκειται εἰς ὑποψίαν ὅτι ἀντὶ τοῦ δοθέντος ἀγαθοῦ ἀποβλέπει εἰς κρυπτόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 43.

Greek Monolingual

ἀνθυποπτεύω (Α)
υποπτεύομαι αυτόν που έχει υποψίες για μένα, υποπτεύομαι κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀνθυποπτεύω: μέλ. -σω, υποπτεύομαι αμοιβαία — Παθ., ἀνθυποπτεύεται, υπόκειται στην υποψία ότι..., σε Θουκ.

Middle Liddell


to suspect mutually:— Pass., ἀνθυποπτεύεται he is met by the suspicion that . ., Thuc.