ἀπέχθημα: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεχθάνομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεχθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέχθημα:''' ατος τό предмет ненависти Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέχθημα:''' -ατος, τό ([[ἀπεχθάνομαι]]), [[αντικείμενο]] μίσους, ό,τι μισεί [[κάποιος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπέχθημα:''' -ατος, τό ([[ἀπεχθάνομαι]]), [[αντικείμενο]] μίσους, ό,τι μισεί [[κάποιος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέχθημα:''' ατος τό предмет ненависти Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέχθημα Medium diacritics: ἀπέχθημα Low diacritics: απέχθημα Capitals: ΑΠΕΧΘΗΜΑ
Transliteration A: apéchthēma Transliteration B: apechthēma Transliteration C: apechthima Beta Code: a)pe/xqhma

English (LSJ)

ατος, τό, A object of hate, ETr.425.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto de odio κήρυκες, ... ἀ. ... βροτοῖς E.Tr.425.

German (Pape)

[Seite 289] τό, Gegenstand des Hasses, Eur. Tr. 425.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: ἀπεχθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέχθημα: ατος τό предмет ненависти Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέχθημα: -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425.

Greek Monolingual

ἀπέχθημα, το (Α)
αντικείμενο μίσους ή αποστροφής.

Greek Monotonic

ἀπέχθημα: -ατος, τό (ἀπεχθάνομαι), αντικείμενο μίσους, ό,τι μισεί κάποιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἀπεχθάνομαι
an object of hate, Eur.

English (Woodhouse)

object of detestation, object of execration, object of hatred, object of loathing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)