ἀποδασμός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />partie détachée d'un tout, fraction.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδαίομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />partie détachée d'un tout, fraction.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδαίομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδασμός:''' ὁ [[обособившаяся часть]] (Θεσσαλῶν Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδασμός:''' ὁ, [[μερίδα]], το [[μέρος]] ενός όλου, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀποδασμός:''' ὁ, [[μερίδα]], το [[μέρος]] ενός όλου, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδατέομαι]]<br />a [[division]], [[part]] of a [[whole]], Thuc. | |mdlsjtxt=[from [[ἀποδατέομαι]]<br />a [[division]], [[part]] of a [[whole]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (ἀποδατέομαι) division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
partie détachée d'un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδασμός: ὁ обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.
Greek Monolingual
ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.
Greek Monotonic
ἀποδασμός: ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.
Middle Liddell
[from ἀποδατέομαι
a division, part of a whole, Thuc.