ἁπτικός: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0340.png Seite 340]] zum Berühren, Angreifen geschickt, [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0340.png Seite 340]] zum Berühren, Angreifen geschickt, [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[осязательный]] ([[αἴσθησις]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[соприкасающийся]] (τὰ [[ἀλλήλων]] ἁπτικά Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (хорошо), [[осязающий]] (ἡ [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη, sc. ἐστίν Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁπτικός]], -ή, -όν) [[άπτω]], -<i>ομαι]]<br />αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική [[ικανότητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να έρχεται σε [[επαφή]] με κάποιον ή [[κάτι]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁπτικός]], -ή, -όν) [[άπτω]], -<i>ομαι]]<br />αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική [[ικανότητα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να έρχεται σε [[επαφή]] με κάποιον ή [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ἅπτομαι) A able to come into contact with, ἀλλήλων Arist.GC322b27. 2 abs., τὴν ἁ. αἴσθησιν the sense of touch, Id.de An.413b9, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.; τὸ ἁ. Arist.de An.415a3; γλῶττα ἁπτικωτάτη most sensitive to touch, Id.PA660a21. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.40C. 3 of medicines, acting on, c. gen., τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1sensible al tacto γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.PA 660a21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.GC 322b27.
2 que actúa sobre c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
3 referente al sentido del tacto αἴσθησις Arist.de An.413b9, Alex.Aphr.Pr.Praef., δύναμις Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23
•subst. τὸ ἁπτικόν el sentido del tacto Arist.de An.415a3, Plu.2.898e.
II adv. -ῶς de forma sensible al tacto ἐνεργεῖν Olymp.in Alc.40.8.
German (Pape)
[Seite 340] zum Berühren, Angreifen geschickt, γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2.
Russian (Dvoretsky)
ἁπτικός:
1) осязательный (αἴσθησις Arst.);
2) соприкасающийся (τὰ ἀλλήλων ἁπτικά Arst.);
3) (хорошо), осязающий (ἡ γλῶττα ἁπτικωτάτη, sc. ἐστίν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁπτικός: -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος ἅπτεσθαί τινος, ἀνάγκη γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ μῖξις, εἶναι ταῦτ’ ἀλλήλων ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ αἴσθησις, ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· ἄνευ τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων αὐτόθι 2. 3. 8· γλῶττα ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁπτικός, -ή, -όν) άπτω, -ομαι]]
αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική ικανότητα»)
αρχ.
ο ικανός να έρχεται σε επαφή με κάποιον ή κάτι.