ἄκανθος: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0068.png Seite 68]] ὁ, Bärenklau, [[ὑγρός]] Theocr. 1, 55; Nic. Ther. 645. Auch ἡ = [[ἄκανθα]]. Als Verzierung, bes. am Knauf der korinthischen Säulen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0068.png Seite 68]] ὁ, Bärenklau, [[ὑγρός]] Theocr. 1, 55; Nic. Ther. 645. Auch ἡ = [[ἄκανθα]]. Als Verzierung, bes. am Knauf der korinthischen Säulen.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκανθος:''' (ᾰκ) ὁ бот. акант, «[[медвежья лапа]]» ([[Acanthus]] [[mollis]]) Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκανθος:''' ὁ ([[ἀκή]] I), Λατ. [[acanthus]], είδος φυτού, [[αρκουδόβατος]] (μελάμφυλλο), του οποίου τα φύλλα μιμήθηκαν στη [[διαμόρφωση]] των Κορινθιακών κιονόκρανων, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἄκανθος:''' ὁ ([[ἀκή]] I), Λατ. [[acanthus]], είδος φυτού, [[αρκουδόβατος]] (μελάμφυλλο), του οποίου τα φύλλα μιμήθηκαν στη [[διαμόρφωση]] των Κορινθιακών κιονόκρανων, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκανθος:''' (ᾰκ) ὁ бот. акант, «[[медвежья лапа]]» ([[Acanthus]] [[mollis]]) Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἀκή]<br />Lat. [[acanthus]], brank-ursine, a [[plant]] imitated in Corinthian capitals, Theocr.
|mdlsjtxt=[ἀκή]<br />Lat. [[acanthus]], brank-ursine, a [[plant]] imitated in Corinthian capitals, Theocr.
}}
}}

Revision as of 18:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκανθος Medium diacritics: ἄκανθος Low diacritics: άκανθος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: ákanthos Transliteration B: akanthos Transliteration C: akanthos Beta Code: a)/kanqos

English (LSJ)

ὁ, A bearsfoot, Acanthus mollis, a plant imitated in Corinthian capitals, Arist.Fr.269(prob.), cf. IG4.1484.243(Epid.); ὑγρὸς ἄκανθος Theoc.1.55; ἄκανθος ἀγρία = Acanthus spinosus, Dsc.3.17. II Acanthus = ἀκακία, Virg.G.2.119.

German (Pape)

[Seite 68] ὁ, Bärenklau, ὑγρός Theocr. 1, 55; Nic. Ther. 645. Auch ἡ = ἄκανθα. Als Verzierung, bes. am Knauf der korinthischen Säulen.

Russian (Dvoretsky)

ἄκανθος: (ᾰκ) ὁ бот. акант, «медвежья лапа» (Acanthus mollis) Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκανθος: ὁ, Λατ. acanthus, εἶδος φυτοῦ, ἀρκουδόβατος (μελάμφυλλον), οὗ τὰ φύλλα ἐμιμήθησαν ἐν τῇ διασκευῇ τοῦ Κορινθιακοῦ κιονοκράνου, ὑγρὸς ἄκ., Λατ. mollis, Θεόκρ. 1. 55· πρβλ. Διοσκ. 3. 19· πρβλ. ἄκανθα, Ι. ΙΙ. εἶδος Αἰγυπτίου δένδρου ἀκανθοφόρου, πιθανῶς τὸ αὐτὸ καὶ ἄκανθα ΙΙ, Voss Virg. G. 2. 199.

Greek Monolingual

η Αρχαιολ.
γλυπτό κόσμημα του κορινθιακού κιονοκράνου, που μιμείται το κομψό φύλλωμα του ομώνυμου φυτού και ειδικότερα του είδους Acanthus spinosus.

Greek Monotonic

ἄκανθος: ὁ (ἀκή I), Λατ. acanthus, είδος φυτού, αρκουδόβατος (μελάμφυλλο), του οποίου τα φύλλα μιμήθηκαν στη διαμόρφωση των Κορινθιακών κιονόκρανων, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[ἀκή]
Lat. acanthus, brank-ursine, a plant imitated in Corinthian capitals, Theocr.