ἁλιπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui voyage par mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[πείρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui voyage par mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[πείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιπόρος:''' [[идущий через море]] ([[διασφάξ]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιπόρος:''' -ον (ἅλς, [[πείρω]]), αυτός μέσω του οποίου ρέει η [[θάλασσα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἁλιπόρος:''' -ον (ἅλς, [[πείρω]]), αυτός μέσω του οποίου ρέει η [[θάλασσα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιπόρος:''' [[идущий через море]] ([[διασφάξ]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[πείρω]]<br />[[through]] [[which]] the sea flows, Luc.
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[πείρω]]<br />[[through]] [[which]] the sea flows, Luc.
}}
}}

Revision as of 18:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιπόρος Medium diacritics: ἁλιπόρος Low diacritics: αλιπόρος Capitals: ΑΛΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: halipóros Transliteration B: haliporos Transliteration C: aliporos Beta Code: a(lipo/ros

English (LSJ)

ον, through which the sea flows, διασφάξ Luc.Trag.24.

Spanish (DGE)

(ἁλῐπόρος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que surca el mar de las naves Lyr.Alex.Adesp.36.2.
2 por donde pasa el mar, διασφάξ Luc.Trag.24.

German (Pape)

[Seite 97] durchs Meer gehend, Luc. Tragodop. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voyage par mer.
Étymologie: ἅλς¹, πείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιπόρος: идущий через море (διασφάξ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσον τοῦ ὁποίου ἡ θάλασσα ῥέει, διασφάξ, Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 24.

Greek Monolingual

ἁλιπόρος, -ον (Α)
αυτός μέσα από τον οποίο ρέει η θάλασσα ή που διαπερνά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρος < πείρω «διαπερνώ, διασχίζω»].

Greek Monotonic

ἁλιπόρος: -ον (ἅλς, πείρω), αυτός μέσω του οποίου ρέει η θάλασσα, σε Λουκ.

Middle Liddell

[ἅλς, πείρω
through which the sea flows, Luc.