ἁπαλόχροος: Difference between revisions
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν :<br />à la peau tendre <i>ou</i> délicate.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]], [[χρόα]]. | |btext=ους, ουν :<br />à la peau tendre <i>ou</i> délicate.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]], [[χρόα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁπᾰλόχροος:''' стяж. ἁπαλόχρους 2 с мягкой или нежной кожей ([[παρθενική]] HH, Hes., Plut.; [[παλάμη]] Anacr.; [[γένυς]] Eur.; [[παῖς]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁπᾰλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-χρουν</i>, με ετερόκλ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ. <i>-χροϊ</i>, αιτ. <i>-χροα</i>· ([[χρώς]])· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό [[δέρμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἁπᾰλόχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-χρουν</i>, με ετερόκλ. γεν. [[ἁπαλόχροος]], δοτ. <i>-χροϊ</i>, αιτ. <i>-χροα</i>· ([[χρώς]])· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό [[δέρμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χρώς]]<br />[[soft]]-skinned, Hhymn., Hes., etc. | |mdlsjtxt=[[χρώς]]<br />[[soft]]-skinned, Hhymn., Hes., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:49, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, contr. ἁπᾰλό-χρους, χρουν; with heterocl. gen. ἁπαλόχροος, dat. -χροϊ, acc. -χροα:—soft-skinned, h.Ven.14, Hes.Op.519, Thgn.1341, E.Hel.373 (lyr.):—also ἁπᾰλό-χρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Phryn.PSp.30B.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene piel delicada νύμφαι Sch.A.Pers.537, κούρη Nonn.D.16.233, αὐχήν Musae.171.
German (Pape)
[Seite 277] zsgzgn -χρους, gen. auch ἁπαλόχροος, Hes. O. 517, wie Theogn. 1341; acc. plur. ἁπαλόχροας H. h. Ven. 14; mit zarter, weicher Haut; von der Jungfrau, παῖδα άπαλόχροα Mel. 40 (211, 133); παλάμαις ἁπαλοχρόοις Anacr. 56, 15.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
à la peau tendre ou délicate.
Étymologie: ἁπαλός, χρόα.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλόχροος: стяж. ἁπαλόχρους 2 с мягкой или нежной кожей (παρθενική HH, Hes., Plut.; παλάμη Anacr.; γένυς Eur.; παῖς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλόχροος: -ον, συνῃρημ. -χρους, ουν· μετὰ ἐτεροκλίτ. γεν. ἁπαλόχροος, δοτ.-χροϊ, αἰτ. -χροα: ὁ ἔχων ἁπαλὸν δέρμα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 14, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 517, Θέογν. 1341 Bgk., Εὐρ. Ἑλ. 373 (λυρ.): ― ὡσαύτως, ἁπαλόχρως, χρωτος, ὁ, ἡ, Α. Β. 18.
Greek Monolingual
ἁπαλόχροος, -ον κ. -χρους, -ουν (Α)
αυτός που έχει απαλό τρυφερό δέρμα.
Greek Monotonic
ἁπᾰλόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -χρουν, με ετερόκλ. γεν. ἁπαλόχροος, δοτ. -χροϊ, αιτ. -χροα· (χρώς)· αυτός που έχει μαλακό, λείο, απαλό δέρμα, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ.