ἄνοικτος: Difference between revisions

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />impitoyable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶκτος]].
|btext=ος, ον :<br />impitoyable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶκτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνοικτος:''' [[безжалостный]] Eur., Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνοικτος:''' -ον, [[ανοικτίρμων]], [[σκληρός]], [[αδίστακτος]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἄνοικτος:''' -ον, [[ανοικτίρμων]], [[σκληρός]], [[αδίστακτος]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνοικτος:''' [[безжалостный]] Eur., Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοικτος Medium diacritics: ἄνοικτος Low diacritics: άνοικτος Capitals: ΑΝΟΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ánoiktos Transliteration B: anoiktos Transliteration C: anoiktos Beta Code: a)/noiktos

English (LSJ)

ον, pitiless, ruthless, E.Tr.787, Ar.Th.1022. Adv. ἀνοίκτως = without pity, without being pitied, S.OT180, E.Tr.756: also ἀνοίκτρως Ant.Lib.39 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-ον
1 implacable ὅστις ἄνοικτος ... ἐστίν E.Tr.787, ἄνοικτος ὃς ... E.Fr.120, cf. Ar.Th.1022, de un tipo de delfines, Ael.NA 16.18, ψυχή LXX 3Ma.4.4.
2 adv. -ως sin piedad κεῖται ἀ. S.OT 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.Tr.756.

German (Pape)

[Seite 240] erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impitoyable.
Étymologie: , οἶκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοικτος: безжалостный Eur., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοικτος: -ον, ὁ ἄνευ οἴκτου ἢ ἐλέους, ἀνοικτίρμων, σκληρός, Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751.

Greek Monotonic

ἄνοικτος: -ον, ανοικτίρμων, σκληρός, αδίστακτος, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, χωρίς οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell


pitiless, ruthless, Eur.:—adv. -τως, without pity, without being pitied, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

pitiless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)