ἐκκρεμής: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />suspendu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκρέμαμαι]].
|btext=ής, ές :<br />suspendu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκρέμαμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκρεμής:''' досл. привешенный, перен. прикованный, т. е. зачарованный (ἐπὶ τῷ Σειρήνων λαλήματι и ῥοδέου χείλεος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκρεμής:''' -ές, αυτός που κρεμιέται από ή πάνω σε κάποιον, [[κρεμαστός]], εξαρτώμενος, <i>τινος</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐκκρεμής:''' -ές, αυτός που κρεμιέται από ή πάνω σε κάποιον, [[κρεμαστός]], εξαρτώμενος, <i>τινος</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκρεμής:''' досл. привешенный, перен. прикованный, т. е. зачарованный (ἐπὶ τῷ Σειρήνων λαλήματι и ῥοδέου χείλεος Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐκκρεμής]], ές [from ἐκκρεμάννῡμι]<br />[[hanging]] from or [[upon]], τινος Anth.
|mdlsjtxt=[[ἐκκρεμής]], ές [from ἐκκρεμάννῡμι]<br />[[hanging]] from or [[upon]], τινος Anth.
}}
}}

Revision as of 19:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρεμής Medium diacritics: ἐκκρεμής Low diacritics: εκκρεμής Capitals: ΕΚΚΡΕΜΗΣ
Transliteration A: ekkremḗs Transliteration B: ekkremēs Transliteration C: ekkremis Beta Code: e)kkremh/s

English (LSJ)

ές, A suspended, πήρα Hdn.1.9.3; τὸ -ές the lobe of the ear, Ruf.Onom.43: c. gen., hanging from or upon, χείλεος AP5.246 (Maced.); ἐπί τινι ib.240.8 (Paul. Sil.); ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17; ἐπὶ γαστέρα ἐ. προβάλλειν Aret.CA1.5, cf. Porph.Gaur.3.3. II Adv. -μῶς, Gramm., in dependent construction, opp. ἀπολύτως, Eust.1752.47.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [ac. no contr. ἐκκρεμέα AP 5.247 (Maced.); plu. nom. ἐκκρεμέες AP 5.241 (Paul.Sil.)]
I 1colgante, que cuelga de un punto de apoyo ἐκκρεμὲς δὲ κάτωθεν ὄν (βάρος) Poliorc.269.10, ἐ. ἐφέρετο era llevado (por el toro) suspendido en el aire Hld.10.30.2, πήρα Hdn.1.9.3, μαστοί Adam.2.15, c. compl. prep. τὸ ἀπὸ τῆς ὑπερώης ἐκκρεμὲς σῶμα ref. la úvula, Aret.SA 1.8.1, καρποὶ διὰ τῶν καλουμένων μίσχων ὅθεν ὄντες ἐκκρεμεῖς Porph.Gaur.3.3, ξίφος ἐκκρεμὲς ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17.7, ac. neutr. adv. δορὴ μετόπισθε ... ἐκκρεμὲς ᾐώρετο el pellejo flotaba colgado de su espalda Colluth.108
subst. τὸ ἐ. lo que cuelga ref. el lóbulo de la oreja, Ruf.Onom.43
inclinado, que cae ἐπὶ γαστέρα ἐκκρεμὲς προβάλλοντα τὸ παιδίον para provocar el vómito, Aret.CA 1.5.3, χόνῳ ἐκκρεμὲς ἦλθε κατ' ὀφθαλμῶν ... ἐπισκύνιον sus párpados caían ya sobre sus ojos por causa de la edad, AP 6.64 (Paul.Sil.).
2 fig. pendiente de, prendido de c. gen. με ... χείλεος ἐκκρεμέα AP 5.247 (Maced.), c. ἐπί y dat. (λάλημα) ᾧ ἔπι πᾶσαι εἰσὶν ... ἐλπίδες ἐκκρεμέες AP 5.241 (Paul.Sil.)
gram. que depende, dependiente λόγος Eust.1133.29, σύνταξις Eust.66.27.
II adv. -ῶς gram. en construcción dependiente op. ἀπολύτως Eust.1752.47.

German (Pape)

[Seite 764] ές, herabhangend, schwebend, Sp., wie Hdn. 1, 9, 7; Col. 108; ἐκκρεμέες ἐλπίδες Paul. Sil. 39 (V, 241); τινός, woran, Maced. 13 (V, 247).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
suspendu.
Étymologie: ἐκκρέμαμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρεμής: досл. привешенный, перен. прикованный, т. е. зачарованный (ἐπὶ τῷ Σειρήνων λαλήματι и ῥοδέου χείλεος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρεμής: -ές, ὁ κρεμάμενος ἔκ τινος, τινὸς Ἀνθ. Π. 5. 247· ἐπί τινι αὐτόθι 241.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐκκρεμής, -ές)
1. μετέωρος
2. αβέβαιοςεκκρεμής λογαριασμός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκκρεμές
α) σώμα στερεωμένο από σταθερό σημείο το οποίο ταλαντεύεται υπό την επίδραση του βάρους του
β) ρολόι που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με εκκρεμές
αρχ.
1. αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από κάπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκκρεμές
ο λοβός του αφτιού.

Greek Monotonic

ἐκκρεμής: -ές, αυτός που κρεμιέται από ή πάνω σε κάποιον, κρεμαστός, εξαρτώμενος, τινος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐκκρεμής, ές [from ἐκκρεμάννῡμι]
hanging from or upon, τινος Anth.