ἐναβρύνομαι: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tirer vanité de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ἁβρύνομαι. | |btext=tirer vanité de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ἁβρύνομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐναβρύνομαι:''' [[красоваться]], [[кичиться]] (ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐναβρύνομαι:''' Παθ., [[περηφανεύομαι]], επαίρομαι, [[καυχιέμαι]] για [[κάτι]], <i>τινι</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐναβρύνομαι:''' Παθ., [[περηφανεύομαι]], επαίρομαι, [[καυχιέμαι]] για [[κάτι]], <i>τινι</i>, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Pass. to be [[conceited]] in or of a [[thing]], τινι Luc. | |mdlsjtxt=<br />Pass. to be [[conceited]] in or of a [[thing]], τινι Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:13, 3 October 2022
English (LSJ)
fut. A -αβρῠνοῦμαι App.BC4.68:—pride oneself on, c. dat., D.H.Dem.5, App.l.c., etc.; Χώρα ἐ. ὕδασιν Procop.Goth.4.20. 2 to be effeminate in dress, Luc.Salt.2, D.C.43.43.
Spanish (DGE)
• Morfología: [en v. act. Eust.1837.11, EM 337.12G.; fut. contr. ἐναβρυνεῖσθαι App.BC 4.68 ]
enorgullecerse de, alardear de, gloriarse de s. cont., Alc.306(h).6, gener. c. dat. de cosa y abstr. Γοργιείοις ... ἐναβρύνεται de los gorgianismos se enorgullece el estilo de Platón, D.H.Dem.5.6, τοῖς ἀπροσδοκήτοις ἀγαθοῖς Ph.2.298, τοῖς κατορθώμασιν Charito 8.1.17, ἐλπίζων ... τούτοις ... ἐναβρυνεῖσθαι App.l.c., τοῖς μαρμαρίνοις ... οἴκοις Gr.Nyss.Bas.132.14, τῇ τῶν λόγων στροφῇ Basil.M.29.516C, ὡς τὰ μέγιστα κατορθοῦντες Ephr.Syr.3.283B
•fig. ῥητορικῆς γὰρ τὸ τοιόνδε σκέμμα ἐναβρύνεσθαι τῇ μακρᾷ διηγήσει tan gran problema de la retórica se jacta de una gran explicación Seuer.Clyst.p.43, ὕδασιν ἡ χώρα ἐναβρυνομένη Procop.Goth.4.20.45
•c. dat. de pers. y ἐπί c. dat. presumir, alardear de τοῖς ἀνθρώποις ἐναβρύνεσθαι ἐπ' εὐσεβείᾳ hacer alarde de piedad ante los hombres Origenes Or.19.2
•c. dat. de cosa pavonearse, presumir ref. al vestir ἐσθῆσι μαλακαῖς ... ἐναβρυνόμενον Luc.Salt.2, cf. D.C.43.43.2.
German (Pape)
[Seite 824] sich mit Etwas zieren od. brüsten, prahlen, τινί, D. Hal. u. a. Sp.; ἐσθῆσι καὶ ᾄσμασιν Luc. salt. 2; App. B. Civ. 4, 68.
French (Bailly abrégé)
tirer vanité de, τινι.
Étymologie: ἐν, ἁβρύνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐναβρύνομαι: красоваться, кичиться (ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναβρύνομαι: ὑπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, μεγαλοφρονῶ, «καμαρώνω», τινὶ Δίων Κ. 43. 43, Λουκ. π. Ὀρχ. 2, κλπ.
Greek Monolingual
(AM ἐναβρύνομαι)
υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.
1. (απολ.) κορδώνομαι
2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι
3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι
4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.).
Greek Monotonic
ἐναβρύνομαι: Παθ., περηφανεύομαι, επαίρομαι, καυχιέμαι για κάτι, τινι, σε Λουκ.