ἐνίοτε: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />quelquefois.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνι]], [[ὅτε]]. | |btext=<i>adv.</i><br />quelquefois.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνι]], [[ὅτε]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνίοτε:''' adv. иногда, порой: ἐ. μὲν …, ἐ. δέ (или [[τότε]] δέ) Plat. и ἐ. μὲν …, [[ὅτε]] δέ Arst. когда … когда, то … то. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνίοτε:''' επίρρ., αντί [[ἔνι]] [[ὅτε]] = ἔστιν [[ὅτε]], [[κάποτε]], [[πότε]] [[πότε]], σε Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐνίοτε:''' επίρρ., αντί [[ἔνι]] [[ὅτε]] = ἔστιν [[ὅτε]], [[κάποτε]], [[πότε]] [[πότε]], σε Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:15, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv. at times, sometimes, E.Hel.1213, Ar.Pl.1125, Hp. Praec.14, etc.; ἐ. μὲν... ἐ. δὲ . . Pl.Grg.467e; ἐ. μὲν . . ἔστι δ' ὅτε . . Id.Tht.150a; ἐ . . τότε δὲ . . Id.Phlb.46e; ἐ. μὲν . . ὅτε δὲ . . Arist.Mete. 360b2.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἐνίοκα Ps.Archyt.Pyth.Hell.12.21; ἐνιότε Asp.in EN 20.17, Iambl.Myst.5.19
adv. algunas veces, en algunas ocasiones ἐσθλῶν κακίους ἐνίοτ' εὐτυχέστεροι en ocasiones los más humildes son más afortunados que los nobles E.Hel.1213, ἐπόεις ζημίαν ἐ. Ar.Pl.1125, ἡλικίῃ σμικροῦ ἐόντος ... δύναμις ἐ. πάμπουλυς Hp.Praec.14, ἅτερα δὲ φυσικὰ πάθεα ... ἐ. ποιέοντι ἐναντίαν ἐπιπρέπειαν Ps.Archyt.l.c., αἴρειν τὰ σύσσημα ἐ. levantar las señales de vez en cuando Aen.Tact.6.7, cf. D.21.205, PCair.Zen.362re.25 (III a.C.), Asp.l.c., Gal.3.460, 5.341, Posidon.68, Phld.Elect.8.8, Vett.Val.432.6, IEphesos 215.2 (II/III d.C.)
•en correl. ἐ. μὲν ..., ἐ. δὲ ... unas veces ..., otras ... Pl.Grg.467e, Chrysipp.Stoic.2.304.38, Iambl.l.c., ἐ. μὲν ..., ὅτε δὲ ... Arist.Mete.360b2, ἐ. ..., τότε δὲ ... Pl.Phlb.46e, ἄλλοτε ... ἐ. δὲ ... Vett.Val.72.14
•ἐ. μὲν ... ἔστι δ' ὅτε ... a veces ..., pero cuando ... Pl.Tht.150a.
German (Pape)
[Seite 845] einige Male, zuweilen (ἔστιν ὅτε); Eur. Hel. 1229; Ar. Plut. 1125 u. a. com.; Thuc. u. Folgde; ἐνίοτε – μέν – ἔστι δ' ὅτε Plat. Theaet. 150 a; ἐνίοτε μέν – ἐνίοτε δέ Gorg. 467 e; ἐνίοτε – τότε δέ Phil. 46 e.
French (Bailly abrégé)
adv.
quelquefois.
Étymologie: ἔνι, ὅτε.
Russian (Dvoretsky)
ἐνίοτε: adv. иногда, порой: ἐ. μὲν …, ἐ. δέ (или τότε δέ) Plat. и ἐ. μὲν …, ὅτε δέ Arst. когда … когда, то … то.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίοτε: (οὐχὶ ἐνιότε, πρβλ. ἄλλοτε, ἑκάστοτε): - Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, «κάποτε», Εὐρ. Ἑλ. 1213, Ἀριστοφ. Πλ. 1125, Πλάτ., κτλ.· ἐν. μέν, ἐν. δὲ Πλάτ. Γοργ. 467Ε· ἐνίοτε μέν... ἔστι δ’ ὅτε ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150Α· ἐν... τότε δὲ ὁ αὐτ. Φίληβ. 46Ε· ἐν μέν... ὅτε δέ... Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8, πρβλ. ἔνιοι.
Greek Monolingual
(Α ἐνίοτε) ένιοι
επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)].
Greek Monotonic
ἐνίοτε: επίρρ., αντί ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, κάποτε, πότε πότε, σε Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
for ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, sometimes, Eur., etc.
Chinese
原文音譯:poll£kij 坡拉企士
詞類次數:副詞(18)
原文字根:許多(次)
字義溯源:屢次,屢次有,多次,經常,常;源自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(18);太(2);可(2);約(1);徒(1);羅(1);林後(5);腓(1);提後(1);來(4)
譯字彙編:
1) 屢次(13) 太17:15; 太17:15; 可9:22; 約18:2; 徒26:11; 羅1:13; 林後8:22; 林後11:26; 林後11:27; 林後11:27; 提後1:16; 來6:7; 來10:11;
2) 多次(2) 來9:25; 來9:26;
3) 屢次的(1) 腓3:18;
4) 屢次有(1) 林後11:23;
5) 常被(1) 可5:4