ἐπεισκωμάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπεισεκώμασα, <i>pf.</i> ἐπεισκεκώμακα;<br />faire irruption comme des libertins en partie de débauche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσκωμάζω]].
|btext=<i>ao.</i> ἐπεισεκώμασα, <i>pf.</i> ἐπεισκεκώμακα;<br />faire irruption comme des libertins en partie de débauche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσκωμάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισκωμάζω:''' (pf. ἐπεισκεκώμακα) (шумно, подобно толпе гуляк) вторгаться, врываться ([[ἔξωθεν]] Plat.; τισὶ [[ἀπό]] τινος Luc.; τοῖς συμποσίοις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισκωμάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[ορμώ]] με [[φόρα]] όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπεισκωμάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>, [[ορμώ]] με [[φόρα]] όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισκωμάζω:''' (pf. ἐπεισκεκώμακα) (шумно, подобно толпе гуляк) вторгаться, врываться ([[ἔξωθεν]] Plat.; τισὶ [[ἀπό]] τινος Luc.; τοῖς συμποσίοις Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[rush]] in like revellers, Plat.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[rush]] in like revellers, Plat.
}}
}}

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισκωμάζω Medium diacritics: ἐπεισκωμάζω Low diacritics: επεισκωμάζω Capitals: ΕΠΕΙΣΚΩΜΑΖΩ
Transliteration A: epeiskōmázō Transliteration B: epeiskōmazō Transliteration C: epeiskomazo Beta Code: e)peiskwma/zw

English (LSJ)

rush in like disorderly revellers, Pl.R.500b; of tyrants, Stoic. 3.191: Metaph. of arguments, Pl.Tht.184a, cf. Luc.Pseudol.11: c. acc., Σωφροσύνην καὶ Ἐγκράτειαν -εκώμασαν (nisi leg. -εκόμισαν) Aristox.Fr.Hist.15: c. dat., make an inroad upon, Κελτοὶ ἐ. τῇ Ἑλλάδι Aristid.Or.22 (19).8.

German (Pape)

[Seite 912] dazu hineinschwärmen, eigtl. vom bacchischen Chor mit Musik u. Tanz, übh. auf freche Weise sich eindrängen, οἱ ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότες Plat. Rep. VI, 500 d; ὑπὸ τῶν ἐπεισκωμαζόντων λόγων Theaet. 184 a; vgl. Luc. Pseudol. 11; πόλεμος ἐπεισκωμάζει, bricht herein, Aristid. – Die transitive Bdtg »noch dazu einführen«, Polyarch. bei Ath. XII, 546 c, ist zweifelhaft, wahrscheinlich ist ἐπεισκομίζω zu lesen.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεισεκώμασα, pf. ἐπεισκεκώμακα;
faire irruption comme des libertins en partie de débauche.
Étymologie: ἐπί, εἰσκωμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισκωμάζω: (pf. ἐπεισκεκώμακα) (шумно, подобно толпе гуляк) вторгаться, врываться (ἔξωθεν Plat.; τισὶ ἀπό τινος Luc.; τοῖς συμποσίοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισκωμάζω: εἰσορμῶ που ὡς οἱ κωμάζοντες, Πλάτ. Πολ. 500Β· μεταφ., ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτήτῳ 184, πρβλ, Λουκ. Ψευδολογιστ. 11.

Greek Monolingual

ἐπεισκωμάζω (Α)
1. ορμώ, μπαίνω ορμητικά σαν να μετέχω σε κώμο («αἰτίους εἶναι τοὺς ἔξωθεν οὐ προσῆκον ἐπεισκεκωμακότας», Πλάτ.)
2. κάνω επιδρομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκωμάζω «πανηγυρίζω, εμφανίζομαι ξαφνικά»].

Greek Monotonic

ἐπεισκωμάζω: μέλ. —σω, ορμώ με φόρα όπως οι πανηγυριστές, οι γλεντζέδες, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. σω
to rush in like revellers, Plat.