ἐπιρρακτός: Difference between revisions
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qu’on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ [[θύρα]] PLUT herse d’une porte.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐπιρράσσω]]. | |btext=ή, όν :<br />qu’on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ [[θύρα]] PLUT herse d’une porte.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐπιρράσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιρρακτός:''' [adj. verb. к [[ἐπιρράσσω]] опускной ([[θύρα]] ἐπιρρακτή Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρρακτός]], -ή, -όν (Α) [[επιρρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει με [[δύναμη]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πόρτα) αυτή που κλείνει από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[καταπακτή]], [[γκλαβανή]]<br /><b>3.</b> (για [[ποτό]]) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα. | |mltxt=[[ἐπιρρακτός]], -ή, -όν (Α) [[επιρρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει με [[δύναμη]] [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (για πόρτα) αυτή που κλείνει από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[καταπακτή]], [[γκλαβανή]]<br /><b>3.</b> (για [[ποτό]]) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, dashed on or down, θύρα ἐπιρρακτή trap-door, Plu.2.781e; ποτόν forced down the throat, ib.699d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on laisse retomber avec force sur : ἐπιρρακτὴ θύρα PLUT herse d’une porte.
Étymologie: adj. verb. de ἐπιρράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρακτός: [adj. verb. к ἐπιρράσσω опускной (θύρα ἐπιρρακτή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρακτός: -ή, -όν, ὁ μεθ’ ὁρμῆς πίπτων ἐπί τι, ὁ κλείων ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, θύρα ἐπιρρακτή, καταρρακτή, κοινῶς «κλαβανή», Ἀριστόδημος... εἰς ὑπερῷον οἴκημα ἐνδυόμενος θύραν ἔχων ἐπιρρακτήν· ἧς ὑπεράνω τιθεὶς κλινίδιον, ἐκάθευδε μετὰ τῆς ἑταίρας Πλούτ. 2. 781D, πρβλ. 365C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.: πρβλ. καταρράκτης.
Greek Monolingual
ἐπιρρακτός, -ή, -όν (Α) επιρρήγνυμι
1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου
2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή
3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα.