ἑδριάω: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être assis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑδριάομαι <i>(seul. prés. et impf.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />être assis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑδριάομαι <i>(seul. prés. et impf.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑδριάω:''' [[сидеть]] Theocr.; med. Hom., Hes. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑδριάω:'''<b class="num">I.</b> [[καθίζω]] ή [[τοποθετώ]] — Παθ., [[κάθομαι]], σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., <i>ἑδριόωνται</i>, [[ἑδριόωντο]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., <i>ἑδριάασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[κάθομαι]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἑδριάω:'''<b class="num">I.</b> [[καθίζω]] ή [[τοποθετώ]] — Παθ., [[κάθομαι]], σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., <i>ἑδριόωνται</i>, [[ἑδριόωντο]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., <i>ἑδριάασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[κάθομαι]], σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἑδριάω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[seat]] or set:—Pass. to sit, in epic forms 3rd pl. pres. and imperf. ἑδριόωνται, [[ἑδριόωντο]], Hom., Hes.; inf. ἑδριάασθαι, Hes.<br /><b class="num">II.</b> intr. in Act. to sit, Theocr. | |mdlsjtxt=[[ἑδριάω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[seat]] or set:—Pass. to sit, in epic forms 3rd pl. pres. and imperf. ἑδριόωνται, [[ἑδριόωντο]], Hom., Hes.; inf. ἑδριάασθαι, Hes.<br /><b class="num">II.</b> intr. in Act. to sit, Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 3 October 2022
English (LSJ)
A seat or set:— Pass., sit, only in Ep. forms ἑδριόωνται Hes.Th.388; ἑδριόωντο Il.10.198, Od.7.98; ἑδριάασθαι 3.35. II intr. in Act., sit, Theoc.17.19, A.R.3.170.
Spanish (DGE)
• Morfología: [c. diéct. v. med. impf. ἑδριόωντο Il.10.198, inf. ἑδριάασθαι Il.11.646]
sentarse, estar sentado en v. med. ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il.10.198, cf. Od.7.98, 16.344, A.R.1.330, Q.S.10.336, κατὰ δ' ἑδριάασθαι ἄνωγε Il.11.646, 778, cf. Od.3.35, h.Cer.191, 193, (los hijos de Estigia) αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ ... ἑδριόωνται Hes.Th.388
•en v. act. παρὰ δ' αὐτὸν (Zeus) Ἀλέξανδρος ... ἑδριάει Theoc.17.19, ἐνὶ χώρῃ ἐπισχερὼ ἑδριόωντες A.R.3.170, Δίκη ... ἐν δὲ Διὸς Κρονίδεω στήθεσιν ἑδριάει Eleg.Alex.Adesp.2.3H., ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας Orph.A.804.
German (Pape)
[Seite 717] sitzen, Theocr. 17, 19 Orph. Arg. 802 Ap. Rh. 3, 170. – Hom. im med.; ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il. 10, 198; Od. 7, 98; Hes. Th. 388.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être assis;
Moy. ἑδριάομαι (seul. prés. et impf.) m. sign.
Étymologie: ἕδρα.
Russian (Dvoretsky)
ἑδριάω: сидеть Theocr.; med. Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδριάω: παθ., καθέζομαι, μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., κάθημαι, Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170.
Greek Monotonic
ἑδριάω:I. καθίζω ή τοποθετώ — Παθ., κάθομαι, σε Επικ. τύπους γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ., ἑδριόωνται, ἑδριόωντο, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απαρ., ἑδριάασθαι, στον ίδ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., κάθομαι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἑδριάω,
I. to seat or set:—Pass. to sit, in epic forms 3rd pl. pres. and imperf. ἑδριόωνται, ἑδριόωντο, Hom., Hes.; inf. ἑδριάασθαι, Hes.
II. intr. in Act. to sit, Theocr.