ἰξώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />gluant, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />gluant, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰξώδης:''' досл. клейкий, липкий как птичий клей, перен. крепко льнущий, неотвязный ([[πενία]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἰξώδης]], -ῶδες) [[ιξός]]<br />αυτός που μοιάζει με ιξό, ο [[κολλώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιξώδες</i><br />η εσωτερική [[τριβή]], η οποία αποτελεί βασικότατη [[ιδιότητα]] τών υγρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φιλάργυρος]], [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[βορβορώδης]], [[ελλεβορώδης]]). Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος αποτελεί [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>viscosite</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>viscositas</i> <span style="color: red;"><</span> <i>viscosus</i> «[[γλοιώδης]], [[κολλώδης]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>viscum</i> «[[ιξός]]»)].
|mltxt=-ες (Α [[ἰξώδης]], -ῶδες) [[ιξός]]<br />αυτός που μοιάζει με ιξό, ο [[κολλώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιξώδες</i><br />η εσωτερική [[τριβή]], η οποία αποτελεί βασικότατη [[ιδιότητα]] τών υγρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φιλάργυρος]], [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[βορβορώδης]], [[ελλεβορώδης]]). Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος αποτελεί [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>viscosite</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>viscositas</i> <span style="color: red;"><</span> <i>viscosus</i> «[[γλοιώδης]], [[κολλώδης]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>viscum</i> «[[ιξός]]»)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰξώδης:''' досл. клейкий, липкий как птичий клей, перен. крепко льнущий, неотвязный ([[πενία]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξώδης Medium diacritics: ἰξώδης Low diacritics: ιξώδης Capitals: ΙΞΩΔΗΣ
Transliteration A: ixṓdēs Transliteration B: ixōdēs Transliteration C: iksodis Beta Code: i)cw/dhs

English (LSJ)

ες, like birdlime, sticky, clammy, Hp.Ulc.12, Luc.Tim.29.

German (Pape)

[Seite 1255] ες, kleberig, zäh, wie Vogelleim; Hippocr.; Theophr.; ἡ πενία ἰξ. καὶ εὐλαβής, anklebend, Luc. Tim. 29.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
gluant, visqueux.
Étymologie: ἰξός, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἰξώδης: досл. клейкий, липкий как птичий клей, перен. крепко льнущий, неотвязный (πενία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἰξῷ, κολλώδης, Ἱππ. 876C, κτλ.· ― μεταφ., φιλάργυρος, φειδωλός, Λουκ. Τίμ. 29· πρβλ. γλοιός.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰξώδης, -ῶδες) ιξός
αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης
νεοελλ.
φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες
η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών
αρχ.
μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. βορβορώδης, ελλεβορώδης). Η λ. ως επιστημονικός όρος αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. viscosite < λατ. viscositas < viscosus «γλοιώδης, κολλώδης» (< viscum «ιξός»)].