ὀλιγόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a peu de foi, de peu de foi.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[πίστις]].
|btext=ος, ον :<br />qui a peu de foi, de peu de foi.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[πίστις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγόπιστος:''' [[маловерный]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλιγόπιστος:''' -ον, αυτός που διαθέτει λίγη [[πίστη]], [[λιγόπιστος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὀλιγόπιστος:''' -ον, αυτός που διαθέτει λίγη [[πίστη]], [[λιγόπιστος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγόπιστος:''' [[маловерный]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόπιστος Medium diacritics: ὀλιγόπιστος Low diacritics: ολιγόπιστος Capitals: ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: oligópistos Transliteration B: oligopistos Transliteration C: oligopistos Beta Code: o)ligo/pistos

English (LSJ)

ον, of little faith, Ev.Matt.8.26, al., Sext.Sent. 6.

German (Pape)

[Seite 321] mit wenigem Glauben, kleingläubig, Matth. 6, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a peu de foi, de peu de foi.
Étymologie: ὀλίγος, πίστις.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόπιστος: маловерный NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόπιστος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγην πίστιν, Εὐάγγ. κ. Ματθ. η΄, 26, κτλ.

English (Strong)

from ὀλίγος and πίστις; incredulous, i.e. lacking confidence (in Christ): of little faith.

English (Thayer)

ὀλιγοπιστου, ὁ, ἡ (ὀλίγος and πίστις), of little faith, trusting too little: Luke 12:28. (Not found in secular authors)

Greek Monolingual

και λιγόπιστος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, -ον)
αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός του οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πιστός].

Greek Monotonic

ὀλιγόπιστος: -ον, αυτός που διαθέτει λίγη πίστη, λιγόπιστος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὀλῐγό-πιστος, ον,
of little faith, NTest.

Chinese

原文音譯:ÑligÒpistoj 哦利哥-披士拖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:少許-相信(著)
字義溯源:不肯信的,小信,小信的人,缺乏信賴;由(ὀλίγος)*=細微的)與(πίστις)=信)組成;其中 (πίστις)出自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)
出現次數:總共(6);太(5);路(1)
譯字彙編
1) 你們小信的人哪(2) 太6:30; 路12:28;
2) 小信的人哪(2) 太8:26; 太14:31;
3) 小信(1) 太17:20;
4) 你們小信的人(1) 太16:8