ὀγδοηκοστός: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />quatre-vingtième.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγδοήκοντα]]. | |btext=ή, όν :<br />quatre-vingtième.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγδοήκοντα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀγδοηκοστός:''' [[восьмидесятый]] Thuc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀγδοηκοστός:''' -ή, -όν ([[ὀγδοήκοντα]]), [[ογδοηκοστός]], σε Θουκ., κ.λπ. | |lsmtext='''ὀγδοηκοστός:''' -ή, -όν ([[ὀγδοήκοντα]]), [[ογδοηκοστός]], σε Θουκ., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀγδοηκοστός]], ή, όν [[ὀγδοήκοντα]]<br />eightieth, Thuc., etc. | |mdlsjtxt=[[ὀγδοηκοστός]], ή, όν [[ὀγδοήκοντα]]<br />eightieth, Thuc., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, eightieth, Id.Epid.1.3, Th.1.12, etc.
German (Pape)
[Seite 290] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
quatre-vingtième.
Étymologie: ὀγδοήκοντα.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοηκοστός: восьмидесятый Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδοηκοστός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκο-στός, εξηκο-στός)].
Greek Monotonic
ὀγδοηκοστός: -ή, -όν (ὀγδοήκοντα), ογδοηκοστός, σε Θουκ., κ.λπ.
Middle Liddell
ὀγδοηκοστός, ή, όν ὀγδοήκοντα
eightieth, Thuc., etc.