ὀρθόπους: Difference between revisions
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />où l'on se tient droit, ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />où l'on se tient droit, ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθόπους:''' 2, gen. ποδος крутой ([[πάγος]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ίσα πόδια.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λόφο, [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ὀρθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει ίσα πόδια.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λόφο, [[ανηφορικός]], [[απόκρημνος]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρθό-πους,<br /><b class="num">I.</b> with [[straight]] feet:<br /><b class="num">II.</b> of a [[hill]], [[steep]], Soph. | |mdlsjtxt=ὀρθό-πους,<br /><b class="num">I.</b> with [[straight]] feet:<br /><b class="num">II.</b> of a [[hill]], [[steep]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:39, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A upright on their feet, ὀ. βαίνοντες ἄνις . . τιθήνης Nic.Al.419. II steep, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου S.Ant.985 (lyr.); cf. ὄρθιος 1, Ὀρθόπαγον.
German (Pape)
[Seite 375] ποδος, mit graden Füßen, grade stehend, Nic. Al. 419; – aber übertr., π άγος, steil, Soph. Ant. 972, wo Herm. es vom Cise erkl., auf dem man feststehen kann.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
où l'on se tient droit, ferme.
Étymologie: ὀρθός, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόπους: 2, gen. ποδος крутой (πάγος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων εὐθεῖς πόδας, ὀρθῶς πορευόμενος, ὀρθ. βαίνοντες ἄνις.. τιθήνης Νικ. Ἀλεξιφ. 419. ΙΙ. ἀνωφερής, ἀπόκρημνος, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου Σοφ. Ἀντ. 985· πρβλ. ὄρθιος Ι, ὀρθόπαγον.
Greek Monolingual
ὀρθόπους, -ουν (Α)
1. αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά
2. ανηφορικός, απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].
Greek Monotonic
ὀρθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό,
I. αυτός που έχει ίσα πόδια.
II. λέγεται για λόφο, ανηφορικός, απόκρημνος, σε Σοφ.