ὀξύκομος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de piquants (hérisson);<br /><b>2</b> aux feuilles aiguës (pin).<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[κόμη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de piquants (hérisson);<br /><b>2</b> aux feuilles aiguës (pin).<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[κόμη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύκομος:''' с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей ([[πεύκη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύκομος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρό [[φύλλωμα]], λέγεται για [[πεύκο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀξύκομος:''' -ον, αυτός που έχει αιχμηρό [[φύλλωμα]], λέγεται για [[πεύκο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύκομος:''' с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей ([[πεύκη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξύ-κομος, ον,<br />with [[pointed]] leaves, of a [[pine]], Anth.
|mdlsjtxt=ὀξύ-κομος, ον,<br />with [[pointed]] leaves, of a [[pine]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠκομος Medium diacritics: ὀξύκομος Low diacritics: οξύκομος Capitals: ΟΞΥΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oxýkomos Transliteration B: oxykomos Transliteration C: oksykomos Beta Code: o)cu/komos

English (LSJ)

ον, with pointed hair, of the porcupine, Opp.C.2.599; of a stag, ib.194; of a pine, App.Anth.5.46; with pointed spines, of a fish, Marc.Sid.21.

German (Pape)

[Seite 353] mit spitzem Haare, vom Igel, der Stacheln statt der Haare hat, Opp. Hal. 2, 225; – mit spitzem Laube, vom Nadelholz, πεύκη, Ep. ad. 291 a (App. 129).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 couvert de piquants (hérisson);
2 aux feuilles aiguës (pin).
Étymologie: ὀξύς, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύκομος: с колючими кудрями, т. е. покрытый хвоей (πεύκη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύκομος: -ον, ὁ ἔχων τρίχας ὀξείας, ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 599· ἐπὶ ἐλάφου, αὐτόθι 194· ἐπὶ πίτυος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 129.

Greek Monolingual

ὀξύκομος, -ον (Α)
1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια
2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα
3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια
4. (σχετικά με το πεύκο) αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

ὀξύκομος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρό φύλλωμα, λέγεται για πεύκο, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀξύ-κομος, ον,
with pointed leaves, of a pine, Anth.