ὀρθόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui conseille droitement, qui donne des sages avis.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[βουλή]].
|btext=ος, ον :<br />qui conseille droitement, qui donne des sages avis.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[βουλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθόβουλος:''' [[дающий справедливые советы]], [[правильно советующий]] ([[μῆτις]] Pind.; [[Θέμις]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόβουλος:''' -ον, αυτός που παρέχει σωστές συμβουλές σε Πίνδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀρθόβουλος:''' -ον, αυτός που παρέχει σωστές συμβουλές σε Πίνδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθόβουλος:''' [[дающий справедливые советы]], [[правильно советующий]] ([[μῆτις]] Pind.; [[Θέμις]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:41, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόβουλος Medium diacritics: ὀρθόβουλος Low diacritics: ορθόβουλος Capitals: ΟΡΘΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: orthóboulos Transliteration B: orthoboulos Transliteration C: orthovoulos Beta Code: o)rqo/boulos

English (LSJ)

ον, right-counselling, wise, μῆτις, μαχαναί, Pi.P.4.262,8.75; of persons, A.Pr.18.

German (Pape)

[Seite 374] grade, recht rathend, guten Rath gebend; μῆτις, μαχαναί, Pind. P. 4, 262. 8, 78; Θέμις, Aesch. Prom. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui conseille droitement, qui donne des sages avis.
Étymologie: ὀρθός, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόβουλος: дающий справедливые советы, правильно советующий (μῆτις Pind.; Θέμις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόβουλος: ὁ ὀρθὰ βουλευόμενος, σοφός, μῆτις, μηχαναὶ Πινδ. Π. 4. 466., 8. 106· ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 18.

English (Slater)

ὀρθόβουλος, -ον of correct counsel ὀρθόβουλον μῆτιν ἐφευρομένοις (P. 4.262) ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.75)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθόβουλος, -ον)
αυτός που σκέπτεται σωστά, που δίνει ορθή βουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. κακό-βουλος].

Greek Monotonic

ὀρθόβουλος: -ον, αυτός που παρέχει σωστές συμβουλές σε Πίνδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀρθό-βουλος, ον,
right-counselling, Pind., Aesch.

English (Woodhouse)

sensible

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)