ὀρτυγομήτρα: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />râle, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[μήτρα]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />râle, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[μήτρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ «[[перепелиная матка]]»<br /><b class="num">1)</b> предполож. коростель - Rallus crex Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[эпитет богини Лето]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια <i>Rallus crex</i>, που κωμικά λέγεται για τη [[Λητώ]], η [[μητέρα]] από την [[Ορτυγία]] (πρβλ. [[Ὀρτυγία]]), σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια <i>Rallus crex</i>, που κωμικά λέγεται για τη [[Λητώ]], η [[μητέρα]] από την [[Ορτυγία]] (πρβλ. [[Ὀρτυγία]]), σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀρτῠγο-[[μήτρα]], ἡ,<br />a [[bird]] [[which]] migrates with the quails, perhaps the [[land]]-[[rail]], [[ludicrously]] applied to [[Latona]], the Ortygian [[mother]] (cf. Ὀρτυγίἀ, Ar. | |mdlsjtxt=ὀρτῠγο-[[μήτρα]], ἡ,<br />a [[bird]] [[which]] migrates with the quails, perhaps the [[land]]-[[rail]], [[ludicrously]] applied to [[Latona]], the Ortygian [[mother]] (cf. Ὀρτυγίἀ, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:42, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, a bird which migrates with quails, perhaps corncrake, landrail, Rallus crex, Cratin.246, Arist.HA597b16, Alex.Mynd. ap. Ath. 9.393a, LXX Ex.16.13, Nu.11.31; ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγία I), Ar.Av.870.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Wachtelmutter, ein mit den Wachteln fortziehender Vogel, vielleicht unser Wachtelkönig; Ar. Av. 870; Arist. H. A. 8, 12; vgl. Ath. IX, 392 a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
râle, oiseau.
Étymologie: ὄρτυξ, μήτρα.
Russian (Dvoretsky)
ὀρτῠγομήτρα: ἡ «перепелиная матка»
1) предполож. коростель - Rallus crex Arst.;
2) эпитет богини Лето Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν μετὰ τῶν ὀρτύγων, ἴσως = κρέξ, Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. Ὀρτυγία), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.
Greek Monolingual
η (Α ὀρτυγομήτρα)
είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα
αρχ.
κωμικός χαρακτηρισμός της Λητούς στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + μήτρα.
Greek Monotonic
ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια Rallus crex, που κωμικά λέγεται για τη Λητώ, η μητέρα από την Ορτυγία (πρβλ. Ὀρτυγία), σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀρτῠγο-μήτρα, ἡ,
a bird which migrates with the quails, perhaps the land-rail, ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγίἀ, Ar.