ὀροφίας: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vit sous les toits.<br />'''Étymologie:''' [[ὀροφή]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui vit sous les toits.<br />'''Étymologie:''' [[ὀροφή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀροφίᾱς:''' ου adj. m [[живущий под крышей]], т. е. [[домашний]] ([[μῦς]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀροφίας:''' -ου, ὁ, αυτός που ζει [[κάτω]] από μια [[στέγη]], [[μῦς]] [[ὀροφίας]], το κοινό [[ποντίκι]], σε αντίθ. προς το [[μῦς]] [[ἀρουραῖος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀροφίας:''' -ου, ὁ, αυτός που ζει [[κάτω]] από μια [[στέγη]], [[μῦς]] [[ὀροφίας]], το κοινό [[ποντίκι]], σε αντίθ. προς το [[μῦς]] [[ἀρουραῖος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, living under a roof, μῦς ὀροφίας the common mouse, opp. μῦς ἀρουραῖος, Ar.V.206; ὀροφίας ὄφις a tame house-snake, Hsch.
German (Pape)
[Seite 386] ὁ, unter dem Dache, im Hause befindlich, μῦς, Hausmaus, Schol. Ar. Vesp. 206, ὄφις, Hausschlange, vgl. Ar. a. a. O.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui vit sous les toits.
Étymologie: ὀροφή.
Russian (Dvoretsky)
ὀροφίᾱς: ου adj. m живущий под крышей, т. е. домашний (μῦς Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφίας: -ου, ὁ, ὁ ζῶν καὶ κατοικῶν ὑπὸ στέγην, μῦς ὀρ., ὁ κοινὸς μῦς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῦς ἀρουραῖος, Ἀριστοφ. Σφ. 206· ὀρ. ὄφις, κατοικίδιος ἢ ἥμεμος, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 342.
Greek Monolingual
ὀροφίας, ὁ (Α)
αυτός που ζει κάτω από οροφή, δηλ. σε σπίτι, κατοικίδιος («μῦς... ὀροφίας» — ο κοινός ποντικός, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροφος / ὀροφή + κατάλ. -ιας (πρβλ. κλιματ-ίας)].
Greek Monotonic
ὀροφίας: -ου, ὁ, αυτός που ζει κάτω από μια στέγη, μῦς ὀροφίας, το κοινό ποντίκι, σε αντίθ. προς το μῦς ἀρουραῖος, σε Αριστοφ.