ὑλήεις: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de bois, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]]. | |btext=ήεσσα, ῆεν;<br />couvert de bois, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[ὑλάεις]], άεσσα, ᾶεν (ῡ; у Hom. f тж. [[ὑλήεις]]; стяж. acc. pl. n [[ὑλᾶντα]])<br /><b class="num">1)</b> [[лесистый]] ([[πρών]] Hom.; [[Ἴδη]] Hes.; [[νάπη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[обитающий в лесах]], [[лесной]] ([[Διόνυσος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλήεις:''' -εσσα, -εν ([[ὕλη]]), επίσης [[ὑλήεις]] ως θηλ.· Δωρ. [[ὑλάεις]], συνηρ. ουδ. πληθ. <i>ὑλάεντα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[δασώδης]], [[δρυμώδης]], σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· <i>ἄταρπος ὑλήεσσα</i>, μέσω του δάσους, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ. | |lsmtext='''ὑλήεις:''' -εσσα, -εν ([[ὕλη]]), επίσης [[ὑλήεις]] ως θηλ.· Δωρ. [[ὑλάεις]], συνηρ. ουδ. πληθ. <i>ὑλάεντα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[δασώδης]], [[δρυμώδης]], σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· <i>ἄταρπος ὑλήεσσα</i>, μέσω του δάσους, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑλήεις]], εσσα, εν [ὕλη]<br /><b class="num">1.</b> [[woody]], [[wooded]], Hom., Soph., Eur.; ἀταρπὸς ὑλ. a [[path]] [[through]] the [[wood]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[dwelling]] in the woods, Anth. | |mdlsjtxt=[[ὑλήεις]], εσσα, εν [ὕλη]<br /><b class="num">1.</b> [[woody]], [[wooded]], Hom., Soph., Eur.; ἀταρπὸς ὑλ. a [[path]] [[through]] the [[wood]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[dwelling]] in the woods, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], εσσα, εν, but ὑλήεις as fem. in Od.1.246; ὑλήειν as neut., Choerob. in Theod.2.214 H., cj. in Archil.74.9; Dor. ὑλάεις (v. infr.): (ὕλη):—A woody, wooded, πρών Il.17.748; Ζάκυνθος, Νήϊον, Od.1.246, 186; ὄρος, Ἴδη, Hes.Th.484, 1010; ὑλᾶεν πόντου πρόβλημα S.Aj.1218 (lyr.); ἀν' ὑλάεντα νάπη E.Hel.1303 (lyr.); πλόος, ἀταρπὸς ὑ., through the wood or dense growth, Antim.62, AP10.22 (Bianor). 2 dwelling in the woods, ib.9.524.21.
German (Pape)
[Seite 1177] εσσα, εν, holzig, waldig, waldreich; Hom. öfters, der es auch 2 Endgn braucht, Od. 1, 246; ἵν' ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1197; ἀν' ὑλάεντα νάπη, Eur. Hel. 1319. Auch Bacchus heißt so, Hymn. (IX, 524, 21).
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
couvert de bois, boisé.
Étymologie: ὕλη.
Russian (Dvoretsky)
ὑλήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ὑλάεις, άεσσα, ᾶεν (ῡ; у Hom. f тж. ὑλήεις; стяж. acc. pl. n ὑλᾶντα)
1) лесистый (πρών Hom.; Ἴδη Hes.; νάπη Eur.);
2) обитающий в лесах, лесной (Διόνυσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλήεις: εσσα, εν, ἀλλὰ ὑλήεις ὡς θηλ. ἐν Ὀδ. Α. 246· Δωρ. ὑλάεις, συνῃρ. οὐδ. πληθ. ὑλᾶντα, ἴδε κατωτ.· (ὕλη)· - δασώδης, δρυμώδης, πρὼν Ἰλ. Ρ. 248· Ζάκυνθος, Νήιον Ὀδ. Α. 246, 186· ὄρος, Ἴδη Ἡσιόδ. Θεογ. 484. 1010· πρόβλημα Σοφ. Αἴ. 1218· ἀν’ ὑλᾶντα νάπη Εὐρ. Ἑλ. 1303 ἀταρπός, πλόος ὑλ., διὰ μέσου δάσους, Ἀνθ. Π. 10. 22, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 54. 2) ὁ ἐν δάσει κατοικῶν, Ἀνθ. Π. 9. 524.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὑλάεις, -εσσα, -εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α
1. δασώδης, σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», Ησίοδ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση
3. φρ. «δι' ὑλάεσσαν ἀταρπόν» — διά μέσου του δάσους (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, βλ. και λ. -όεις)].
Greek Monotonic
ὑλήεις: -εσσα, -εν (ὕλη), επίσης ὑλήεις ως θηλ.· Δωρ. ὑλάεις, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλάεντα·
1. δασώδης, δρυμώδης, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· ἄταρπος ὑλήεσσα, μέσω του δάσους, σε Ανθ.
2. αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑλήεις, εσσα, εν [ὕλη]
1. woody, wooded, Hom., Soph., Eur.; ἀταρπὸς ὑλ. a path through the wood, Anth.
2. dwelling in the woods, Anth.