Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui travaille le bois.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />qui travaille le bois.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλουργός:''' ὁ Eur. = [[ὑλοτόμος]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[ξυλουργικός]]· ως ουσ. [[ὑλουργός]], ὁ, [[μαραγκός]] ή [[ξυλουργός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑλουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[ξυλουργικός]]· ως ουσ. [[ὑλουργός]], ὁ, [[μαραγκός]] ή [[ξυλουργός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλουργός:''' ὁ Eur. = [[ὑλοτόμος]] II.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑλ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[working]] [[wood]]: as [[substantive]] [[ὑλουργός]], ὁ, a [[carpenter]] or woodman, Eur.
|mdlsjtxt=ὑλ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[working]] [[wood]]: as [[substantive]] [[ὑλουργός]], ὁ, a [[carpenter]] or woodman, Eur.
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλουργός Medium diacritics: ὑλουργός Low diacritics: υλουργός Capitals: ΥΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hylourgós Transliteration B: hylourgos Transliteration C: ylourgos Beta Code: u(lourgo/s

English (LSJ)

όν, A working wood, δρέπανα D.H. 3.73. II Subst. ὑλουργός, ὁ, carpenter or woodman, E.HF241, J.AJ8.2.6.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz bearbeitend, ὁ ὑλ., der Zimmermann; Eur. Herc. Fur. 241; Poll. 7, 101; auch δρέπανα, D. Hal. 3, 73.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille le bois.
Étymologie: ὕλη, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ὑλουργός: ὁ Eur. = ὑλοτόμος II.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλουργός: -όν, ὑλουργικός, ξυλουργικός, δρέπανα Διον. Ἁλ. 3. 73· ὡς οὐσιαστ. ὑλουργός, ὁ, ξυλουργός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 241, Ἰωσήπ. Ἰουσ. Ἀρχ. 8. 2, 6.

Greek Monolingual

και ὑληουργός, -όν, Α
1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα
2. το αρσ. ως ουσ.ὑλουργός και ὑληουργός
ξυλουργός ή υλοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ὑλουργός: -όν (*ἔργω), ξυλουργικός· ως ουσ. ὑλουργός, ὁ, μαραγκός ή ξυλουργός, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑλ-ουργός, όν [*ἔργω
working wood: as substantive ὑλουργός, ὁ, a carpenter or woodman, Eur.