Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠμοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange de la chair crue.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[ἔφαγον]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange de la chair crue.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[ἔφαγον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοφάγος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[питающийся сырым мясом]] ([[ἔθνος]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[плотоядный]], [[хищный]] (λέοντες, θῶες Hom.; θῆρες HH; sc. ζῷα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> Eur. = [[ὠμόφαγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμοφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[ὠμός]], [[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], [[σαρκοφάγος]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
|lsmtext='''ὠμοφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[ὠμός]], [[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], [[σαρκοφάγος]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοφάγος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[питающийся сырым мясом]] ([[ἔθνος]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[плотоядный]], [[хищный]] (λέοντες, θῶες Hom.; θῆρες HH; sc. ζῷα Arst.);<br /><b class="num">3)</b> Eur. = [[ὠμόφαγος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοφάγος Medium diacritics: ὠμοφάγος Low diacritics: ωμοφάγος Capitals: ΩΜΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: ōmophágos Transliteration B: ōmophagos Transliteration C: omofagos Beta Code: w)mo/fagos

English (LSJ)

(parox.), ον, A eating raw flesh, carnivorous, of savage beasts, λέοντες, θῶες, λύκοι, Il.5.782, 11.479, 16.157; θῆρες h.Ven.124; of the Centaurs, Thgn. 542; of savage men, Th.3.94, Str.15.1.57, Porph.Abst.1.13; of certain daemons, ὠμοφάγοι χθόνιοι PMag.Par.1.1444; τὰ ὠ. carnivores, Hp.Vict.2.49 cod.M, Arist.HA608b25, PA694a1; ὠ. χάρις (cf. ἀνδροβρώς) E.Ba.139 (lyr.). II rarely proparox. ὠμόφᾰγος, ον, Pass., eaten raw, of sacrifices offered to Dionysus, E.Fr.472.12 (anap., τάς τ' ὠμοφάγους δαίτας τελέσας codd. perhaps rightly, cf. ὠμοφάγιον).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange de la chair crue.
Étymologie: ὠμός, ἔφαγον.

Russian (Dvoretsky)

ὠμοφάγος: (ᾰ)
1) питающийся сырым мясом (ἔθνος Thuc.);
2) плотоядный, хищный (λέοντες, θῶες Hom.; θῆρες HH; sc. ζῷα Arst.);
3) Eur. = ὠμόφαγος.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφάγος: [ᾰ], -ον, (ὠμὸς) ὁ τρώγων ὠμὸν κρέας, σαρκοβόρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, λέοντες, θῶες, λύκοι Ἰλ. Ε. 782, Λ. 479, Π. 157· θῆρες Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 124· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Θέογν. 542· ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, Θουκ. 3. 94, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. § 13· - τὰ ὠμοφάγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· - ὠμ. χάρις (πρβλ. ἀνδροβρὼς) Εὐρ. Βάκχ. 139. Πρβλ. ὠμάδιος, ὠμηστής, ΙΙ. σπανίως προπαροξ., ὠμόφαγος, ον, παθ., ὁ ὠμὸς φαγωθείς, δαῖτες ὠμ., θυσίαι γενόμεναι εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἀποσπ. 475α. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμοφάγους δαῖτας· τοὺς τὰ ὠμὰ κρέα μερίζοντας καὶ ἐσθίοντας».

English (Autenrieth)

eating raw flesh. (Il.)

Spanish

devorador de carne cruda

Greek Monolingual

-α, -ο / ὠμοφάγος,-ον, ΝΑ
αυτός που τρώει ωμές τροφές και, ιδίως, ωμό κρέας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωμοφάγα
τα σαρκοφάγα ζώα
αρχ.
φρ. «ὠμοφάγος χάρις» — η χαρά που προκαλείται από τη βρώση ωμού κρέατος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φάγος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
-ον Α
(κυρίως σε θυσίες προς τιμήν του Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε ωμός («δαῑτες ὠμόφαγοι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φαγος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monotonic

ὠμοφάγος: [ᾰ], -ον (ὠμός, φαγεῖν), αυτός που τρώει ωμό κρέας, σαρκοφάγος, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.

Middle Liddell

ὠμο-φᾰ́γος, ον, ὠμός, φαγεῖν
eating raw flesh, carnivorous, Il., Thuc.

English (Woodhouse)

eating raw flesh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)