ὑψηχής: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui résonne haut <i>ou</i> fort, sonore, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[ἦχος]].
|btext=ής, ές :<br />qui résonne haut <i>ou</i> fort, sonore, retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[ἦχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψηχής:''' [[издающий громкий топот или громкое ржание]] (ἵπποι [[θεῶν]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψηχής:''' -ές, ([[ἦχος]]), γεν. <i>-έος</i>, αυτός που ηχεί, ακούγεται στα ύψη, <i>ἵπποι ὑψηχέες</i>, που χρεμετίζουν, χλιμιντρίζουν [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑψηχής:''' -ές, ([[ἦχος]]), γεν. <i>-έος</i>, αυτός που ηχεί, ακούγεται στα ύψη, <i>ἵπποι ὑψηχέες</i>, που χρεμετίζουν, χλιμιντρίζουν [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψηχής:''' [[издающий громкий топот или громкое ржание]] (ἵπποι [[θεῶν]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψ-ηχής, ές [[ἦχος]]<br />[[high]]-[[sounding]], ἵπποι ὑψηχέες [[loud]]-neighing, Il.
|mdlsjtxt=ὑψ-ηχής, ές [[ἦχος]]<br />[[high]]-[[sounding]], ἵπποι ὑψηχέες [[loud]]-neighing, Il.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηχής Medium diacritics: ὑψηχής Low diacritics: υψηχής Capitals: ΥΨΗΧΗΣ
Transliteration A: hypsēchḗs Transliteration B: hypsēchēs Transliteration C: ypsichis Beta Code: u(yhxh/s

English (LSJ)

ές, (ἦχος) making a loud or ringing sound, ὑψηχέες ἵπποι, because of their loud neighing, or their 'high-resounding pace' (cf. ἐρίγδουπος), Il.5.772 (v.l. ὑψαύχενες ap.Longin.), 23.27; τὸ ὑψηχὲς τῶν λόγων = the resonance of his words Philostr. VS1.25.7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui résonne haut ou fort, sonore, retentissant.
Étymologie: ὕψι, ἦχος.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηχής: издающий громкий топот или громкое ржание (ἵπποι θεῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηχής: -ές, γεν. έος, (ἦχος) ὁ ἠχῶν εἰς τὰ ὕψη, ὁ ὑψηλὰ χρεμετίζων μὲ ἀνατεταμένην πρὸς τὰ ἄνω τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν ἵππων τῆς Ἥρας, ἵπποι ὑψηχέες, ὡς ἐκ τοῦ ἠχηροῦ αὐτῶν χρεμετισμοῦ ἢ ἐκ τοῦ ἀντηχοῦντος καλπασμοῦ (πρβλ. ἐρίγδουπος), Ἰλ. Ε. 772., Ψ. 27 (ἀλλ’ ὑπάρχει διάφ. γραφ. ὑψαύχενες, «ὧν ὁ ἦχος εἰς ὕψος ἀνέρχεται» (Σχόλ.), τὸ ὑψηχὲς τῶν λόγων Φιλόστρ. 539.

English (Autenrieth)

ές (ἦχος): high-neighing, with head raised on high, Il. 5.772 and Il. 23.27.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (για τα άλογα της Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές
μτφ. η ιδιότητα του υψηλόφωνου, του μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. πολυ-ηχής].

Greek Monotonic

ὑψηχής: -ές, (ἦχος), γεν. -έος, αυτός που ηχεί, ακούγεται στα ύψη, ἵπποι ὑψηχέες, που χρεμετίζουν, χλιμιντρίζουν δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑψ-ηχής, ές ἦχος
high-sounding, ἵπποι ὑψηχέες loud-neighing, Il.