Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠμόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange cru ; sauvage, féroce.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[σῖτος]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange cru ; sauvage, féroce.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[σῖτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμόσῑτος:''' [[ὠμός]] поедающий в сыром виде, пожирающий живьем ([[Σφίγξ]] Aesch.; σκύλακες Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμόσῑτος:''' -ον, λέγεται για τη [[Σφίγγα]], αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· <i>χαλαὶ ὠμόσιτοι</i>, επίσης για τη [[Σφίγγα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὠμόσῑτος:''' -ον, λέγεται για τη [[Σφίγγα]], αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· <i>χαλαὶ ὠμόσιτοι</i>, επίσης για τη [[Σφίγγα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμόσῑτος:''' [[ὠμός]] поедающий в сыром виде, пожирающий живьем ([[Σφίγξ]] Aesch.; σκύλακες Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμόσῑτος Medium diacritics: ὠμόσιτος Low diacritics: ωμόσιτος Capitals: ΩΜΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: ōmósitos Transliteration B: ōmositos Transliteration C: omositos Beta Code: w)mo/sitos

English (LSJ)

ον, A eating raw meat, of the Sphinx, eating men raw, A.Th.541; χαλαί (also of the Sphinx) E.Ph.1025 (lyr.); σκύλακες Id.Ba.338. II Pass., eaten raw, Lyc.654.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange cru ; sauvage, féroce.
Étymologie: ὠμός, σῖτος.

Russian (Dvoretsky)

ὠμόσῑτος: ὠμός поедающий в сыром виде, пожирающий живьем (Σφίγξ Aesch.; σκύλακες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὠμὴν τροφήν, ὠμοφάγος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, ὡς ἐσθιούσης ὠμὰς σάρκας ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 541· χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1025· σκύλακες ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 338. ΙΙ. παθ., ὁ σπαραχθεὶς ὠμός, Λυκόφρ. 654.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ' ὠμόσιτον», Αισχύλ.)
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλό-σιτος].

Greek Monotonic

ὠμόσῑτος: -ον, λέγεται για τη Σφίγγα, αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· χαλαὶ ὠμόσιτοι, επίσης για τη Σφίγγα, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὠμό-σῑτος, ον,
of the Sphinx, eating men raw, Aesch.; χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, also of the Sphinx, Eur.

English (Woodhouse)

ravening, eating raw flesh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)