ὑποστατικός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(postatiko/s
|Beta Code=u(postatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able]] or [[willing to face]], c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.<span class="title">Fr.</span>8p.39H. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[patient]], [[steadfast]], [[firm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1222a33</span> (Comp.); ἔν τινι <span class="bibl">D.S.20.78</span>. Adv -κῶς <span class="bibl">Plb.5.16.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[belonging to substance]], [[substantial]], <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>1.20.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[giving substance to]], [[causing the existence of]], τῶν ὅλων <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.537</span> S., cf. <span class="title">Inst.</span>25, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.136</span> A., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>300</span>; opp. [[φθαρτικός]], <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Porph.</span>103.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[entrance-fee]] paid by initiates, <span class="title">IG</span>5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able]] or [[willing to face]], c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.<span class="title">Fr.</span>8p.39H. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> abs., [[patient]], [[steadfast]], [[firm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EE</span>1222a33</span> (Comp.); ἔν τινι <span class="bibl">D.S.20.78</span>. Adv -κῶς <span class="bibl">Plb.5.16.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[belonging to substance]], [[substantial]], <span class="bibl">Arr. <span class="title">Epict.</span>1.20.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[giving substance to]], [[causing the existence of]], τῶν ὅλων <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.537</span> S., cf. <span class="title">Inst.</span>25, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.136</span> A., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>300</span>; opp. [[φθαρτικός]], <span class="bibl">Ammon. <span class="title">in Porph.</span>103.15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[entrance-fee]] paid by initiates, <span class="title">IG</span>5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).</span>
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστᾰτικός:''' [[стойкий]], [[выносливый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπόσταση]], που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την [[επίδραση]] της βαρύτητας, στα χαμηλότερα [[σημεία]] του σώματος, με τη [[μορφή]] παθητικής υπεραιμίας («υποστατική [[πνευμονία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υποστατική [[ένωση]]»<br /><b>θεολ.</b> [[ένωση]] τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία [[υπόσταση]] ή σε ένα [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> [[προσωπικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] ή [[πρόθυμος]] να αναλάβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[υπόσταση]], [[πραγματικός]], [[ουσιώδης]]<br /><b>4.</b> (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την [[ουσία]], την [[υπόσταση]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποστατικῶς</i> Α<br />υπομονητικά, καρτερικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπόσταση]], που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την [[επίδραση]] της βαρύτητας, στα χαμηλότερα [[σημεία]] του σώματος, με τη [[μορφή]] παθητικής υπεραιμίας («υποστατική [[πνευμονία]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υποστατική [[ένωση]]»<br /><b>θεολ.</b> [[ένωση]] τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία [[υπόσταση]] ή σε ένα [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> [[προσωπικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] ή [[πρόθυμος]] να αναλάβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υπομονητικός]], [[καρτερικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[υπόσταση]], [[πραγματικός]], [[ουσιώδης]]<br /><b>4.</b> (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την [[ουσία]], την [[υπόσταση]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποστατικῶς</i> Α<br />υπομονητικά, καρτερικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστᾰτικός:''' [[стойкий]], [[выносливый]] Arst.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτικός Medium diacritics: ὑποστατικός Low diacritics: υποστατικός Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypostatikós Transliteration B: hypostatikos Transliteration C: ypostatikos Beta Code: u(postatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able or willing to face, c. gen. rei, ὑ. τῶν δοκούντων δεινῶν Muson.Fr.8p.39H. 2 abs., patient, steadfast, firm, Arist.EE1222a33 (Comp.); ἔν τινι D.S.20.78. Adv -κῶς Plb.5.16.4. II belonging to substance, substantial, Arr. Epict.1.20.17. 2 c. gen. rei, giving substance to, causing the existence of, τῶν ὅλων Procl. in Prm.p.537 S., cf. Inst.25, Herm. in Phdr.p.136 A., Dam.Pr.300; opp. φθαρτικός, Ammon. in Porph.103.15. III -κόν, τό, entrance-fee paid by initiates, IG5(1).1390.50 (Andania, i B. C.).

Russian (Dvoretsky)

ὑποστᾰτικός: стойкий, выносливый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ἢ πρόθυμος νὰ ὑποβληθῇ εἴς τι ἢ νὰ ἀναλάβῃ τι, μετὰ γεν. πράγματος, ὑπ. δεινῶν Μέτωπ. Πυθαγόρειος παρὰ Στοβ. 1, 64 (10, 48). 2) ἀπολ., ὑπομονητικός, σταθερός, εὐσταθής, Λατ. fortis, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 5, 5· ἔν τινι Διόδ. 20. 78. - Ἐπίρρ., -κῶς, Πολύβ. 5. 16, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὑπόστασιν, τὴν οὐσίαν, οὐσιώδης, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 17. 2) μετὰ γεν. πράγματος, ὁ ἀποτελῶν τὴν οὐσίαν τινός, τὴν ὑπόστασιν αὐτοῦ, Διον. Ἀρεοπ. 865Β. ΙΙΙ. Παρὰ τοῖς θεολόγοις, προσωπικός, πρβλ. ὑπόστασις Β. V.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑφίστημι
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο του αίματος, υπό την επίδραση της βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία του σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας («υποστατική πνευμονία»)
2. φρ. «υποστατική ένωση»
θεολ. ένωση τών δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, σε μία υπόσταση ή σε ένα πρόσωπο
μσν.
θεολ. προσωπικός
αρχ.
1. ικανός ή πρόθυμος να αναλάβει κάτι
2. (γενικά) υπομονητικός, καρτερικός
3. αυτός που έχει υπόσταση, πραγματικός, ουσιώδης
4. (με γεν. πράγματος) αυτός που αποτελεί την ουσία, την υπόσταση κάποιου.
επίρρ...
ὑποστατικῶς Α
υπομονητικά, καρτερικά.