πέραθεν: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />du côté opposé, d'au delà.<br />'''Étymologie:''' [[πέρα]], -θεν.
|btext=<i>adv.</i><br />du côté opposé, d'au delà.<br />'''Étymologie:''' [[πέρα]], -θεν.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πέρᾱθεν''': Ἰων. [[πέρηθεν]]. Ἐπίρρ., ([[πέρα]]) ἐκ τοῦ [[πέραν]], ἐκ τοῦ περαιτέρω μέρους, Ἡρόδ. 6. 33, Εὐρ. Ἡρακλ. 82, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 2.
|elnltext=πέρᾱθεν, Ion. πέρηθε(ν) [πέρα] adv., van de overkant; met gen.. πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω van de overkant van de Eufraat Luc. 44.13.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''πέρᾱθεν:''' Ιων. -ηθεν, επίρρ. (πέρα), από πέρα, από το [[μέρος]] που είναι πιο πέρα ή πιο απομακρυσμένο, σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''πέρᾱθεν:''' Ιων. -ηθεν, επίρρ. (πέρα), από πέρα, από το [[μέρος]] που είναι πιο πέρα ή πιο απομακρυσμένο, σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πέρᾱθεν, Ion. πέρηθε(ν) [πέρα] adv., van de overkant; met gen.. πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω van de overkant van de Eufraat Luc. 44.13.
|lstext='''πέρᾱθεν''': Ἰων. [[πέρηθεν]]. Ἐπίρρ., ([[πέρα]]) ἐκ τοῦ [[πέραν]], ἐκ τοῦ περαιτέρω μέρους, Ἡρόδ. 6. 33, Εὐρ. Ἡρακλ. 82, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πέρα]]<br />from [[beyond]], from the far [[side]], Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=[[πέρα]]<br />from [[beyond]], from the far [[side]], Hdt., Eur.
}}
}}

Revision as of 18:04, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρᾱθεν Medium diacritics: πέραθεν Low diacritics: πέραθεν Capitals: ΠΕΡΑΘΕΝ
Transliteration A: pérathen Transliteration B: perathen Transliteration C: perathen Beta Code: pe/raqen

English (LSJ)

Adv., (πέρα) from beyond, from the far side, E.Heracl.82 (lyr.), X.HG3.2.2: Ion. πέρηθε Hdt.6.33; πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω Luc.Syr.D.13.

German (Pape)

[Seite 562] adv., von jenseits her, von drüben her; Eur. Heracl. 83; Xen. Hell. 3, 2, 2; s. πέρηθεν.

French (Bailly abrégé)

adv.
du côté opposé, d'au delà.
Étymologie: πέρα, -θεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέρᾱθεν, Ion. πέρηθε(ν) [πέρα] adv., van de overkant; met gen.. πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω van de overkant van de Eufraat Luc. 44.13.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πέρηθε(ν), Α
(τοπ. επίρρ.) από το απέναντι μέρος, απ' αντικρύ («τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άνω-θεν)].

Greek Monotonic

πέρᾱθεν: Ιων. -ηθεν, επίρρ. (πέρα), από πέρα, από το μέρος που είναι πιο πέρα ή πιο απομακρυσμένο, σε Ηρόδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πέρᾱθεν: Ἰων. πέρηθεν. Ἐπίρρ., (πέρα) ἐκ τοῦ πέραν, ἐκ τοῦ περαιτέρω μέρους, Ἡρόδ. 6. 33, Εὐρ. Ἡρακλ. 82, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 2.

Middle Liddell

πέρα
from beyond, from the far side, Hdt., Eur.