ονειροπολώ: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ὀνειροπολῶ, -έω) [[ονειροπόλος]]<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι [[νοερά]] από την [[πραγματικότητα]] και [[περιπλανώμαι]] στους κόσμους του ονείρου και της φαντασίας, [[πλάθω]] όνειρα ενώ [[είμαι]] [[ξύπνιος]], [[αναπολώ]] [[κάτι]] ευχάριστο που συνέβη στο [[παρελθόν]] ή [[πλέκω]] φανταστικές και ευχάριστες καταστάσεις για το [[μέλλον]], [[φαντασιοκοπώ]], [[ρεμβάζω]]<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι από ψεύτικες ελπίδες, παρασύρομαι σε ανεκπλήρωτους πόθους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονειρεύομαι]], [[βλέπω]] όνειρα («οὐ [[μάλα]] σωφρονῶν ἐναργῶς, [[εἴτε]] ἐγρήγορεν [[εἴτε]] ὠνειροπόλει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]] κάποιον με όνειρα («ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῑς περὶ σεαυτοῦ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ὀνειροπολοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />καταδιώκομαι στα όνειρά μου<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[προβλέπω]] το [[μέλλον]] με την [[ερμηνεία]] τών ονείρων.
|mltxt=(Α ὀνειροπολῶ, -έω) [[ονειροπόλος]]<br /><b>1.</b> απομακρύνομαι [[νοερά]] από την [[πραγματικότητα]] και [[περιπλανώμαι]] στους κόσμους του ονείρου και της φαντασίας, [[πλάθω]] όνειρα ενώ [[είμαι]] [[ξύπνιος]], [[αναπολώ]] [[κάτι]] ευχάριστο που συνέβη στο [[παρελθόν]] ή [[πλέκω]] φανταστικές και ευχάριστες καταστάσεις για το [[μέλλον]], [[φαντασιοκοπώ]], [[ρεμβάζω]]<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι από ψεύτικες ελπίδες, παρασύρομαι σε ανεκπλήρωτους πόθους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονειρεύομαι]], [[βλέπω]] όνειρα («οὐ [[μάλα]] σωφρονῶν ἐναργῶς, [[εἴτε]] ἐγρήγορεν [[εἴτε]] ὠνειροπόλει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραπλανώ]], [[εξαπατώ]] κάποιον με όνειρα («ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς περὶ σεαυτοῦ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ὀνειροπολοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />καταδιώκομαι στα όνειρά μου<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[προβλέπω]] το [[μέλλον]] με την [[ερμηνεία]] τών ονείρων.
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

(Α ὀνειροπολῶ, -έω) ονειροπόλος
1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους του ονείρου και της φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και ευχάριστες καταστάσεις για το μέλλον, φαντασιοκοπώ, ρεμβάζω
2. καταλαμβάνομαι από ψεύτικες ελπίδες, παρασύρομαι σε ανεκπλήρωτους πόθους
αρχ.
1. ονειρεύομαι, βλέπω όνειρα («οὐ μάλα σωφρονῶν ἐναργῶς, εἴτε ἐγρήγορεν εἴτε ὠνειροπόλει», Πλούτ.)
2. παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον με όνειρα («ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς περὶ σεαυτοῦ», Αριστοφ.)
3. (μέσ. και παθ.) ὀνειροπολοῦμαι, -έομαι
καταδιώκομαι στα όνειρά μου
4. (κατά τον Ησύχ.) προβλέπω το μέλλον με την ερμηνεία τών ονείρων.