απαθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπαθής]], -οῦς, -ές) [[πάθος]]<br />ο [[χωρίς]] [[πάθος]], ο [[ατάραχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αβλαβής]], [[υγιής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποφέρει από [[κάτι]] ή δεν έχει πάθει [[κάτι]] («ἀπαθὴς κακῶν», <b>Ηρόδ.</b><br />«ἀπαθὴς νόσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε [[κάτι]], δεν έχει [[εμπειρία]] («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατιμώρητος]] («[[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]]» — να χρωστάς [[χάρη]] που δεν τιμωρήθηκες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[εκείνος]] που δεν υπόκειται σε [[μεταβολή]] («ἀπαθεῑς αἱ ἰδέαι», <b>Αριστοτ.</b><br />«[[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ [[ἀπαθής]]», [[Πλούταρχος]])<br /><b>5.</b> αυτός που δεν διεγείρει [[πάθη]], δεν προξενεί [[εντύπωση]]<br /><b>6.</b> <b>(Γραμμ.)</b> «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.
|mltxt=(AM [[ἀπαθής]], -οῦς, -ές) [[πάθος]]<br />ο [[χωρίς]] [[πάθος]], ο [[ατάραχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αβλαβής]], [[υγιής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποφέρει από [[κάτι]] ή δεν έχει πάθει [[κάτι]] («ἀπαθὴς κακῶν», <b>Ηρόδ.</b><br />«ἀπαθὴς νόσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε [[κάτι]], δεν έχει [[εμπειρία]] («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατιμώρητος]] («[[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]]» — να χρωστάς [[χάρη]] που δεν τιμωρήθηκες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[εκείνος]] που δεν υπόκειται σε [[μεταβολή]] («ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι», <b>Αριστοτ.</b><br />«[[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ [[ἀπαθής]]», [[Πλούταρχος]])<br /><b>5.</b> αυτός που δεν διεγείρει [[πάθη]], δεν προξενεί [[εντύπωση]]<br /><b>6.</b> <b>(Γραμμ.)</b> «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἀπαθής, -οῦς, -ές) πάθος
ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος
αρχ.-μσν.
αβλαβής, υγιής
αρχ.
1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ.
«ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.)
2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», Ηρόδ.)
3. ατιμώρητοςχάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής» — να χρωστάς χάρη που δεν τιμωρήθηκες, Ηρόδ.)
4. (για αφηρημένες έννοιες) εκείνος που δεν υπόκειται σε μεταβολή («ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι», Αριστοτ.
«οὐσία ἀσώματος καὶ ἀπαθής», Πλούταρχος)
5. αυτός που δεν διεγείρει πάθη, δεν προξενεί εντύπωση
6. (Γραμμ.) «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.